Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Ομοιότητες

11 σχόλια

http://fe-mail.gr/media/Image/entertainment/2008/04/o_%20anthropos_pou_tou_piran_ton_iskio/papadimitriou.jpg
http://www.msnfriends.nl/img/prentjes/gimli.jpg

(άγνωστα τα δρομολόγια του νου...)

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Για όσους νοιάζονται

3 σχόλια

Υπάρχει πραγματικά ανάγκη να ευαισθητοποιηθούμε. Να ασχοληθούμε και με ανθρώπους που χρειάζονται τη βοηθειά μας. Ή που μπορεί να μην την έχουν ανάγκη αλλά η ζωή τους θα γίνονταν πιο εύκολη αν είχαν τη συμπαράσταση και τον σεβασμό μας.
Έπεσα πάνω σε μια ιδέα. Που μπορεί να κάνει τη ζωή των ανθρώπων με προβλήματα όρασης αισθητά πιο εύκολη. Μια ιδέα που ως σύλληψη είναι απλή, που δεν κοστίζει πολύ αλλά που γνωρίζει τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι για να κάνουν πράγματα που σε εμάς φαίνονται αυτονόητα. (ενδέχεται να υπάρχουν και άλλες τέτοιες προσπάθειες αλλά στόχος μου εδώ δεν είναι η διαφήμιση αλλά η ενημέρωση/ευαισθητοποίηση)

Μια συσκευή που θα βγάζει αυτοκόλλητες ταμπέλες με σήμανση στην γραφή Braille για να κολλάς πάνω στα αντικείμενα που χρειάζεσαι.
Τόσο απλό, όπως ένα αντίστοιχο μαραφέτι (που έχει ακόμα ο πατέρας μου) και το πατάς και τυπώνει πάνω σε σκληρή πλαστική ταινία τα γράμματα (και το βάζαμε στα κουδούνια για τα ονόματα κτλ...)
Και θα μου πεις, τάχα πόση βοήθεια μπορεί να δώσει....


Ας πούμε ότι ανοίγεις το ψυγείο για να πάρεις μια Coca Cola. Κοιτάς, παραμερίζεις τις μπύρες και τις σόδες και πιάνεις το κόκκινο κουτάκι. Απλό έτσι;
Δοκίμασε τώρα να κάνεις το ίδιο με κλειστά μάτια...




Ή έχεις παραγγείλει πιτούλες και έρχεται το παιδί να στις φέρει. Ανοίγεις το πορτοφόλι σου να τον πληρώσεις βρίσκεις (αν είσαι τυχερός και δεν σ' έχει γονατίσει η κρίση) ένα εικοσάευρο και του το δίνεις. Κάνε το ίδιο με κλειστά μάτια αν μπορείς.... (προϋπόθεση, να μην έχεις μόνο ένα μοναχικό εικοσάευρο στο πορτοφόλι).



(αν και ειδικά για το ευρώ υπάρχει κάποια σχετική πρόνοια πάνω στο θέμα)

Ας πούμε ακόμα ότι θέλεις να ακούσεις λίγη μουσική. Πας στο ράφι με τα cd, ρίχνεις μια ματιά, από τους τίτλους ακόμα ξεδιαλέγεις τα αδιάφορα και βρίσκεις αυτό που τελικά θες.
Δοκίμασέ το με κλειστά μάτια (και ειδικά αν δεν έχεις κάποιον extra ψυχαναγκασμό να τα τοποθετείς πάντα με την ίδια σειρά...)...


Να λοιπόν μια εύκολη λύση. Μια λύση που θα μπορούσε να προσφερθεί σε αυτά τα άτομα (που δεν είναι ούτε τόσο λίγα, ούτε τόσο μακρινά) και που θα αποδείκνυε ότι νοιαζόμαστε.



Αλλά βέβαια μπορούμε να δείξουμε οτι νοιαζόμαστε κλείνοντας και εμείς για μια ώρα τα μάτια μας ή φορώντας μαύρα γυαλιά!!!
Αυτό θα ήταν πολύ σικ!

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Φως, περισσότερο φως!

6 σχόλια

http://farm1.static.flickr.com/13/18316540_7ab6d56e68.jpg

Περι της απάτης φαινομένου θερμοκηπίου και "ημέρα της Γης"

ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ.

ΣΤΙΣ 28 ΜΑΡΤΙΟΥ 8:30 ΜΕ 9:30 ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ...




Ta Vegalika Sou Matia - Giwrgos Dalaras & Pyx Lax


Υ.γ. Κώστα ο Θόδωρος δεν έχει κουραστεί...

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Εθνικές εορτές με σβησμένα φώτα

15 σχόλια

Έχω μια απορία:

Πόσοι από αυτούς που μας έχουν ζαλίσει με το σβήσιμο των φώτων το Σάββατο
θα βάλουν σήμερα σημαία στα μπαλκόνια τους;


http://www.acrobase.org/xenios/images/dsc02106.jpg

Πόσοι ξέρουν γιατί πρέπει να αισθάνονται περήφανοι και θα πρέπει να βάλουν σημαία;
Πόσοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι πράγματι ένα σημαντικό μήνυμα απέναντι σε όσους αληθινά μας απειλούν;
Πόσοι τολμούν να βάλουν σημαία παρότι μένουν σε περιοχές που αυτό θα ξεσηκώσει τους ...γείτονες; (και δεν εννοώ στις ακριτικές περιοχές της χώρας μας αλλά κάτω από την συνοριακή γραμμή της Πατησίων!)
Πόσοι δεν φοβούνται μην χαρακτηριστούν κολλημένοι, εθνικιστές ή γραφικοί και θα πουν μια λέξη αύριο στην καφετέρια για τη μέρα αυτή (κι ας σχολιάσουν μετά και το μήκος της φούστας των μαθητριών);
Πόσοι νοιάζονται ειλικρινά για την πατρίδα και το λαό μας (και δεν καπηλεύονται εθνικιστικά τις δύσκολες μέρες που περνάμε);
Δυστυχώς λίγοι.

Οι υπόλοιποι μετά χαράς ...θα σβήσουν τα φώτα!


neroponth mix -

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Καινούργιος Αλκίνοος (συγκλονιστικός)

18 σχόλια




02. ΠΑΤΡΙΔΑ.mp3 - Alkinoos Iwannidhs

Λοιπόν, αγρίεψε ο κόσμος
σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει
σαν ιδρώτας θολός
Πότε πότε γελάμε
πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει
να γλυκαίνει ο καιρός
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες
τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν
νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά
και ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά

Είδα τον πόλεμο φάτσα
τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα
από τους πιο πατριώτες
να ‘χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη
με τ’ όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους να μπαίνουν σήμερα στη βουλή

Κάτω από ένα τραπέζι
το θυμάμαι σαν τώρα
με μια κούπα σταφύλι
στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια
στον ουρανό σα λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
Κοίταξε τι ωραίοι που είναι
Κοίταξε τι ωραίοι που είναι

Είδα γονείς ορφανούς
Ο ένας παππούς απ’ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας
πήγε να’ βρει βουλγάρικη σφαίρα
Και ο άλλος κύπριος φυγάς
στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα 2 τον κόψαν οι Γερμανοί
Είδα μισή Λευκωσία
βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή

Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
Είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο
με τα παιδιά τους στον ώμο
Και γω τουρίστας
με βίντεο και φωτογραφική

Εδώ στην άσχημη πόλη
που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος
μετάλλια ντόπας ζητάει ολυμπιάδες
Και η χώρα ένα γραφείο τελετών
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ

Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
και απ’ την ομόνοια να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα, άνθρωποι σα λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό

Είδα μετά τους δικούς μου να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή
ή για καζίνο και πούρα
Έτσι και αλλιώς μπερδεμένη
η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Αρμάνι και την καρδιά ανοιχτή

Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να είναι τόπος δικός μου
Ξέρω πως αν όλα μου μοιάζαν θα ήταν αγέννητη η γη
Δε με τρομάζει το τέρας
ούτε και ο άγγελος μου
ούτε το τέλος του κόσμου
με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα
οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε
της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του θεού
ρασοφόρε του ρου
τσολιαδάκι φτιαγμένο
προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο
γυρεύεις να’ βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο
Και όχι
δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω που πατώ
και που πηγαίνω

Περισσότερα για τον δίσκο και τις εμφανίσεις του Αλκίνοου εδώ!

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Μια ανάρτηση για όσους οι προηγούμενες τους έπεσαν βαριές!

28 σχόλια

http://www.philenews.com/main/data/2009/01/22/2009_01_22_03_35_15__89a13f1611214f1cb8cc092102650bb1.jpg

Καλησπέρα!
Το πρωί που πήρα τις μετρήσεις της AGB τρελάθηκα!
Στο ιστολόγιο δεν πάτησε κανείς!
Σας έπεσε βαριά η ποίηση; Βαρετή;
Τί να κάνουμε; Δεν είναι κάθε μέρα Κυριακή! Υπάρχουν και οι Δευτέρες....
Τέλοσπάντων δεν σας κακοκαρδίζω (αυτό μου έλειπε, λες και έχω κι άλλους αναγνώστες, εσάς έχω, εσάς θα νταχταρίσω...! ; ))))

Σήμερα όμως σας έχω μια ανάρτηση με θέμα ,τί άλλο εκτός από, τον σούπερ σταρ του ιστολογίου, τη γιαγιά!
Σε μια κουβέντα λοιπόν που είχαμε με τη γιαγιά (δηλαδή αποφάσισε εκείνη ότι θα έχουμε αυτήν την κουβέντα, μόνη της την άρχισε, είπε τα δικά της και όταν ξεθύμανε την τελείωσε) μου απαρίθμησε τι ακριβώς της αρέσει στην τηλεόραση. Και φυσικά θα τα ακούσετε και εσείς! Αφού το θέλετε, το ξέρω!

Λοιπόν, ξεκινάει τη μέρα της από τις 6 το πρωί με τις εφημερίδες (μαζί με το πρώτο χάπι της ημέρας). Υπ' όψιν η γιαγιά τα τελευταία 85 χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τα οικιακά! αλλά τέτοια προσήλωση στην ενημέρωση ούτε ο ... Ρουσόπουλος!

Μόλις ξεκινάει η Μελέτη τη βάζει γιατί τους άλλους τους βαριέται ("μεγάλωσαν τώρα πια αυτοί, θέλει να δει νέα πρόσωπα!")!

Μετά λέει ή βλέπει τον Γρηγόρη ή συνήθως την κορτσούδα στο 2 -στη ΝΕΤ δηλαδή- που λέει για τα πολιτικά, την υγεία, τις συντάξεις και τη φορολογία (!). Επαναλαμβάνω και διευκρινίζω ότι η γιαγιά ... ούτε τα ρέστα στον Μαρινόπουλο! Απ'στομάει το πορτοφόλι (που σημαίνει ανοίγω το φερμουάρ, το κρατάω από τις άκρες και το τινάζω πάνω στο ταμείο!) και όσα πάρει η υπάλληλος! Τί τα θέλει τα φορολογικά και τα πιστοποιητικά ενεργητικής απόδοσης των κτηρίων και τα ακούει ένας θεός ξέρει...

Μεσημέρι πάντα ειδήσεις (πρώτα στο Mega και μετά στη NET που τα λέει και πιο ...ήρεμα!).
Και να σου και το μεσημεριανό χάπι και υπνάκος με Δρυμούση (!)

Μετά συνεχίζει με την Αρβύλα!! Ναι άμα δεν δει πως έχουν σχολιάσει τα μπλογκ την επικαιρότητα και βιντεάκια κλεμμένα από το Youtube ανεβάζει χοληστερίνη! Την αρ(α)βύλα οπωσδήποτε!

Μετά ΕΔΕΜ (την ζαλίζει μια γριά γειτόνισσα να την βλέπει και το κάνει με το ζόρι για να μπορεί να ξέρει να σχολιάζει) και στα καπάκια Χατζηνικολάου!
Αν δεν δει Χατζηνικολάου σου κατεβάζει κάτι μούτρα γιατί "μόνο αυτός είναι έγκυρος και ας τα λέει και λίγο υπέρ της κυβέρνησης τί να κάνουμε, αυτός είναι σωστός!"

Και βέβαια σιχαίνεται Λαζόπουλο, Λάκη γλυκούλη, πολυκατοικίες και τέτοια! Θέλει ή ποδόσφαιρα (τρέμε Σωτηρακόπουλε) ή ντοκυμαντέρ με ζωάκια ή ΣΚΑΙ!

Για το βραδυνό χάπι παίρνει Παπαγιάννη που "τα λέει καυτά" ή αν έχει κανένα XFactor ή τηλεπαιχνίδι (μόνο γνώσεων)! Μέχρι και Prison Break είχε δοκιμάσει αλλά μετα δεν την πιάνει ύπνος γιατί ταράζεται....

Και θα μου πεις τώρα με το δίκιο σου: Και γιατί μας ζαλίζεις ρε φίλε τη βλέπει η γιαγιά σου; Τί είμαστε εμείς, το τηλεκοντρόλ της;

Σας ζαλίζω γιατί απορώ:
Το διαννοούνται όλοι αυτοί που σχεδιάζουν το πρόγραμμα των καναλιών και στοχεύουν στο δυναμικό κοινό ότι τους βλέπει μόνο η γιαγιά μου;;;;;

Ότι το δυναμικό κοινό 15-44 στην ουσία είναι κοινό που ήταν 15 χρονών το 1944;;;;;

Και τους θεωρεί και λίγο ντεμοντέ;
Ε;

Υ.γ. Στην άνωθεν φωτογραφία η γιαγιά μου είναι η αριστερή κοπελίτσα! Είναι λίγο παλιά και δεν φαίνεται καλά αλλά το κατάλαβα από το τρέμουλο στα χέρια λόγω συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα!


miliokas giannhs - o xaramofais(antra mou paei) -

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Ο Φωτεινός του Βαλαωρίτη

9 σχόλια


Θα μπορούσε να είναι άρθρο από την αυριανή εφημερίδα.
Θα μπορούσε να είναι λόγος εμπνευσμένου ηγέτη.
Θα μπορούσε να είναι η παρόρμηση που δεν έχει ακόμα φανερωθεί.
Είναι απλά ο Φωτεινός του Βαλαωρίτη.
Και είναι πιο δυνατός από όλους τους!

Φωτεινός


* * *

Ἆσμα Πρῶτον.
Φωτεινὸς ὁ Ζευγολάτης [ἀπόσπασμα]

- Πάρ᾿ ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,
καὶ διῶξ᾿ ἐκεῖνα τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο.
Ὁ χερουλάτης ἔφαγε τ᾿ ἄχαρα δάχτυλά μου
καὶ στὴν ἀλετροπόδα μου ἐλυῶσαν τὰ ἥπατά μου.
Δυὸ μῆνες ἔρρεψα ἐδεδῶ, ἐσάπισα στὴ νώπη
μ᾿ ἀρρώστια, μὲ γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ ψωμί! Καὶ τώρα ποὺ προβαίνει
σγουρό, χολάτο ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ πρὶν τὸ φᾶν χορταίνει
τὰ λιμασμένα μου παιδιά, νὰ τὸ πατοῦν ἐμπρός μου
μὲ τόση ἀπίστευτη ἀπονιὰ οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου!...
Ἐξέχασες καὶ δὲ μ᾿ ἀκοῦς;... ἐσένα κράζω, Μῆτρο,
διῶξε, σοῦ λέγω, τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο...

- Εἶναι τοῦ Ρήγα, δὲν κοτῶ... Γιὰ κύτταξ᾿ ἐκεῖ πέρα
νὰ ἰδῇς· τί θρῶς ποὺ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

- Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! εἶν᾿ ὁ καινούριος κύρης,
ποὺ πλάκωσε μὲ ξένο βιὸ νὰ γένῃ νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, ποὺ πέφτουνε σὰν ὄρνια στὰ ψοφίμια,
ἐκεῖνοι πάντα κυνηγοὶ καὶ πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια.
Καὶ σὺ τοὺς τρέμεις, βούβαλε! Παιδὶ μὲς στὴ φωτιά σου,
ποὺ τρίβεις στουρναρόπετρα μ᾿ αὐτὰ τὰ δάχτυλά σου,
πὤχεις τετράδιπλα νεφρὰ καὶ ριζιμιὸ στὰ στήθια,
τοὺς βλέπεις καὶ σὲ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος, εἶν᾿ ἀλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχὴ κ᾿ αἷμα δὲν ἔχει.

[...]

Ὁλόρθος μένει ὁ γέροντας, θολὸς στὸ πάτημά του,
καὶ καρτερεῖ τὸ σίφουνα, ποὺ μούγκριζ᾿ ἐμπροστά μου.
Κάτασπρο τὸ κεφάλι του, πυκνό, μακρὺ τὸ γένι
στὰ λιοκαμμένα στήθια του ἀφράτο καταιβαίνει
σὰν ἀνθισμένη ἀγράμπελη, ποὺ πέφτει ἀπὸ κοτρώνι·
τοῦ χρόνου τ᾿ ἄσπλαγχνο γενὶ καὶ τῆς σκλαβιᾶς οἱ πόνοι
τὸ μέτωπό του αὐλάκωσαν, τοῦ τὦχαν κατακόψει.
Ὁ ἥλιος τοῦ φθινόπωρου τοῦ ρόδιζε τὴν ὄψη
ἐτύλλωνε τὴ φλέβα του, τοῦ πύρωνε τὰ χείλη
σὰν κάποιος νὰ ξεφτύλιζε, ν᾿ ἄναβε τὸ καντήλι
τῆς συντριμμένης του ζωῆς κ᾿ ἔρριχνε στὴν καρδιά του
τῆς νιότης ὅλον τὸν θυμὸ καὶ τὰ παληὰ ὄνειρά του.
Ξένος ζυγὸς δὲν ἔγυρε τοῦ Φωτεινοῦ τὴν πλάτη.
Γι᾿ αὐτόν, γιὰ τοὺς συντρόφους του, τὰ Σταυρωτὰ κ᾿ ἡ Ἐλάτη
ἦσαν λημέρια ἀπάτητα κ᾿ ἐκεῖθ᾿ ἐρροβολοῦσαν
καὶ κάθ᾿ ἐχτρό, ποὺ φύτρωνε, τὴν νύχτα ἐπελεκοῦσαν.
Τὸ ρέμμα τοῦ Σαρακηνοῦ, τ᾿ ἄγριο Δημοσάρι
χίλιες φορὲς τὸ χόρτασε μὲ φράγκικο κουφάρι
κ᾿ ἦταν σωρὸ τὰ κόκκαλα, ποὺ στὴν Κουφὴ Λαγκάδα
καὶ στὴ Νεράιδα ἀσπρίζουνε γυμνὰ στὴν πρασινάδα.
Μόνος ἀκόμ᾿ ἀπόμενε. Τὸ Γήταυρο, τὸν Πάλα,
τὸ Διγενῆ, τὸ Ρουπακιά, τοὺς ἔφαγε ἡ κρεμάλα,
κι ἄλλους ἐσύντριψε ὁ τροχός. Μιὰ μέρα στὸ χορτάρι
μ᾿ ἕναν παληὸν παληκαρᾶ, τὸ γέρο τὸ Θειοχάρη,
ἐτρῶγαν ἕνα λιάνωμα κ᾿ ἐρώτησε τὴν πλάτη.
Κανεὶς ποτὲ δὲν ἔμαθε τί ξάνοιξε τὸ μάτι
πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ κόκκαλο, κ᾿ εὐθὺς τοῦ λέει: - «Πατέρα,
μοῦ δίνεις τὴν Ἀργύρω σου;» – τὴν εἶχε θυγατέρα
ὁ προεστὸς μονάκριβη καὶ πολυγυρεμμένη.
«Νά ῾ναι, παιδί μου, ὥρα καλὴ καὶ τρισευλογημένη!»

Καὶ τὤδωσε τὸ χέρι του καὶ τὴν εὐχή του ὁ γέρος.
Ἀπὸ τὰ τότε ἡμέρεψε. Εἶχεν ἀρχίσει ὁ θέρος
κ᾿ ἐζήλεψε χερόβολα κι ἀθεμωνιὲς κι ἁλώνι.
Εἶδε οἱ καιροὶ πού ῾σαν κακοί, φαρμακεμέν᾿ οἱ χρόνοι,
ὁλόγυρά του συγνεφιά... Χίλιων λογιῶν θερία
ἐξέσχισαν τὸ γένος του καὶ παντοχὴ καμμία.
Συντρίμματα καὶ χαλασμοί. Γαῦρα παντοῦ καὶ λύσσα!
Κανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Ἀρνήθηκε τὴν κλεφτουριά, τὰ φλογερὰ ὄνειρά της
κ᾿ ἔγινε ζευγολάτης.

Κι ὁ καταρράχτης τοῦ βουνοῦ ἀντὶ μὲ τ᾿ ἅρματά του
πέτεται μὲ τὰ σύνεργα, μὲ τὰ καματερά του.
Ἤθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά ῾ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
Τ᾿ ἀλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τὰ ξύλα του κομμένα
πάντα, σὲ χάση φεγγαριοῦ, δὲν εἴχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ἢ σκεύρωμα. Ἤθελ᾿ ἀπὸ πρινάρι
τὸ χερουλάτη, τὰ φτερά, τὸν κέρο, τὸ σταβάρι·
ζυγὸ καὶ σπάθη ἀπὸ φτελιά. K᾿ ἤθελ᾿ ἀπὸ ἀγριλίδα
νά ῾ναι χυτὲς οἱ ζεῦλες του. Μόνο ψωμί του, ἐλπίδα
ἤτανε τὸ ζευγάρι του. Μόνη κυρά του ἀφέντρα
στα χέρια του ἡ βουκέντρα.

Γέροντα τὸν ἐλάτρευε πάντα κρυφὰ ἡ Λευκάδα,
τὸν εἶχε πολεμάρχο της, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀχνάδα
ξένος κανεὶς τοῦ μυστικοῦ. Κι ὅταν ὁ ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο ἐπρόβαινε, μεριάζαν τὰ παιδιά της
κ᾿ ἐπροσκυνοῦσαν ξήσκεπα, τὸν εἶχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαὸς καὶ τ᾿ ἄσπρα τὰ μαλλιά του
στὸ μέτωπό του ἐλάμπανε τὸ βαρυπληγωμένο
ὡσὰν κορώνα ἀτίμητη, σὰ φλάμπουρο ὑψωμένο.
Πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ εἴδωλο, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀσπρομάλλη
ἀκράτητη ὅλ᾿ ἡ φράγκικη ὁρμοῦσε ἀνεμοζάλη
κ᾿ ἐκεῖνος μένει ἀσάλευτος σὰ βράχος ποὺ προσμένει
στὰ στήθια του τὰ ὁλόγυμνά τη θάλασσα ὠργισμένη.
[...]

- K᾿ ἐγώ, σκουλήκι ἀγνώριστο, ὁ Τζώρτζης ὁ Γρατζιάνος,
ἀφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, ἄρχοντάς σου.
Αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ πατῶ, οἱ πέτρες, τὰ νερά σου,
ἥμερο κι ἄγριο κλαρί, τ᾿ ἀγέρι σου, ἡ ψυχή σου,
τὰ ζωντανά σου, τὰ παιδιά, τὸ αἷμα σου, ἡ τιμή σου,
ὅλα δικά μου, μάθε το. Βουνοῦ καὶ λόγγου ἀγρίμι
εἴτ᾿ ἔχει τρίχα, εἴτε φτερό, σιχαμερὸ ψοφήμι,
τὸ διαβατάρικο πουλὶ σ᾿ ἐμὲ μονάχ᾿ ἀνήκει
κι ἀξίζει τὸ κεφάλι σου λαγόπουλο ἢ περδίκι.
Γι᾿ αὐτ᾿ ὅθε θέλω θὰ περνῶ κ᾿ ἐγὼ καὶ τὰ σκυλιά μου,
τίποτε δὲν ὁρίζετε κ᾿ εἶναι κι αὐτὴ σπορά μου.
Κι οὔτ᾿ ἄλλη τύχη ἀξίζετε. Γενιὰ καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στὸν κόσμο ἀκόμα μένει
γιὰ νὰ πομπεύῃ τὤνομα καὶ τὴν κληρονομιά της!

Καὶ στὰ στερνὰ τὰ λόγια του ἔνοιωσε ὁ ζευγολάτης
ὅτι ἕνα δάκρυ ἐνότιζε τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ του
κι ὁλόρθες ἀναδεύοντο οἱ τρίχες τοῦ κορμιοῦ του.

- Ἂν ἐξεράθη τὸ κλαρί, πάντα χλωρὴ εἶν᾿ ἡ ρίζα
καὶ μένει πάντα ζωντανὸ ἢ ρόδι φάγ᾿ ἡ βρίζα
αὐτὸ τὸ βόιδι τὸ μανό, π᾿ ὅσο βαθειὰ ρουχνίζει
τόσο εὔκολα μυγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει
καὶ ποὺ τὸ κράζουνε Λαό. Θὰ σπάσῃ τὸ καρίκι
καὶ θὰ προβάλῃ μὲ φτερὰ μία μέρα τὸ σκουλήκι.
Τότε, πουλὶ τὸ σερπετό, ποιὸς ξέρει ποὺ θὰ φτάσῃ!...

- Δεῖξε μου αὐτὸ τὸ λείψανο, ποὺ θὰ βρυκολακιάσῃ.
- Ἐγώ... ὁ φτωχός, ὁ Φωτεινός, ὁ γέρος, ὁ ξεσκλιάρης,
ποὺ ρίχνω ἐδῶ τὸ σπόρο μου γιὰ νὰ μοῦ τόνε πάρῃς,
ἐγώ, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα τὰ χώματα ζυμώνω
γιὰ νὰ τρώγῃ ἄλλος τὸ ψωμί, ποὺ τρέχω καὶ κεντρώνω
τὴν ἀγριλίδα τοῦ βουνοῦ καὶ ποὺ δὲν ἔχω λάδι
ν᾿ ἀνάφτω τὸ καντῆλι μου καὶ ζῶ μέσα στὸν ᾅδη·
ἐγώ, ποὺ μὲ τὰ νύχια μου ἀναποδογυρίζω
τὸ λόγγο καὶ τὰ ριζιμιά, γιὰ νὰ σᾶς τὰ στολίσω
μὲ κλήματα, ποὺ δὲν τρυγῶ καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω
λίγο κρασὶ κεφαλιακό, τὴ γλῶσσα μου νὰ βρέχω·
ἐγ᾿ ὁ φτωχὸς ὁ μυλωνᾶς, ποὺ ζῶ σ᾿ αἰώνια ζάλη
καὶ παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι τὴν πασπάλη,
ποὺ δὲν ὁρίζω τὸ παιδί, ποὺ πάντα ζῶ μὲ τρόμο
καὶ ποὺ δὲν βρίσκω ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ μὲ κρίνῃ νόμο·
αὐτός, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Λαός. Τ᾿ ἄψυχο τὸ κουφάρι
αὐτό ῾ναι τὸ καματερό, τὸ ψόφιο τὸ κριάρι...
Μὴ ρίξῃς ἄλλο φόρτωμα στὴν ἔρμη του τὴν πλάτη...

- Συμμάζωξε τὴ γλῶσσα σου τὴ φιδινή, χωριάτη,
μὴ μοῦ ξανάφτης τὴ χολή. Γονάτισε ἐμπροστά μου
καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὰ λαγωνικά μου...
Δὲ θές, ἀντάρτη, δὲν ἀκοῦς;...

- Kαλύτερα τὸ βρόχο
παρὰ τὰ γόνατα στὴ γῆ... Ἄρα-κατάρα τὤχω...
Θά ῾φιναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θά ῾ταν μέγα κρῖμα,
τιμὴ νὰ θάψω κι ὄνομα μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.

- Τώρα θὰ ἰδῇς, παλληκαρᾶ... Ἀκοῦστε με, συντρόφοι,
καὶ μὴ θυμῶστε ἂν λυπηθῶ αὐτὸν τὸν ἄγριον ὄφι...
Νὰ μᾶς πλερώσῃ τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ καματερά του,
καὶ γιὰ τὴν τόλμη πὤλαβαν τὰ πέντε δάχτυλά του
νὰ σφεντονίσουν κατ᾿ ἐμᾶς, ἐκεῖ στὸ χερουλάτη
νὰ συντριφτοῦν μὲ τὸ σφυρί... Σ᾿ ἀρέσει, ζευγολάτη;

Καὶ δυὸ σκιάδες πάραυτα ὠρμήσανε κι ἁρπάξαν
τὰ βόιδια πού ῾ταν στὸ ζυγό. Δυὸ ἄλλοι τὸν ἀδράξαν
κ᾿ ἐδέσανε τὸ χέρι του στὸ φοβερὸ χερούλι
μὲ τὴ σφεντόνα πωὕρανε. Ὕστερα μὲ τὴ σκούλη,
ἀρχίσαν, τοῦ κοντόσπαθου, ἀργὰ νὰ πελεκᾶνε
τ᾿ ἀντρειωμένα δάχτυλα καὶ νὰ περιγελᾶνε.
Ὅλο τ᾿ ἀλέτρι ἐβάφηκε· τὸ μαῦρο τὸ παιδί του
στὸ χῶμα δίπλα ἐμούγκριζε, σὰν νά ῾βγαινε ἡ ψυχή του.
K᾿ ἐκειὸς ὁ γέρο δράκοντας χωρὶς οὔτε ν᾿ ἀχνίσῃ
ἐκύτταζε τὸ αἷμα του ποὺ πότιζε σὰ βρύση
τὴ γῆ του τὴν ταλαίπωρη, καὶ μέσα στὴν καρδιά του
μὲ μιᾶς ἀστράφτουν τὰ παληὰ τ᾿ ἀνδραγαθήματά του,
κ᾿ ἐσπιθοβόλησε στὸ νοῦ χρυσόφτερ᾿ ἡ ἐλπίδα
μὲ τὴ δική του ἐκδίκηση νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα.

Τὸ Φραγκολόγι ἐσκόρπισε βουβὸ κ᾿ ἐντροπιασμένο
κι ἀφίνει ἐκεῖ τὸ Φωτεινὸ στ᾿ ἀλέτρι του δεμένο.

* * *

Ἆσμα Δεύτερον
[ἀπόσπασμα]

Φωλιάζουν οἱ σταυραϊτοὶ στοῦ βράχου τὰ στεφάνια,
ἐφώλιασε κι ὁ Φωτεινὸς στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ Κόντρου.
Τέσσαροι τοῖχοι κάτασπροι, ὁ κάτοικας, τ᾿ ἀχούρι,
ἡ μάντρα γιὰ τὰ πρόβατα, μιὰ δεκαριὰ κυβέρτια,
πλατύς, καθάριος ὀβορός, ζωσμένος διπλολίθι,
ὅπου ἐπρασίνιζε πυκνὸς ὁ νύλακας, τὸ μύρτο,
τ᾿ ἁγιόκλημα, ἡ μελετινή, κι ὅπου ἅπλωνε ἕνας φράξος
τὰ δροσερὰ κλωνάρια τοῦ σφιχτὰ περιπλεγμένα
μ᾿ ἕνα φτακοίλι καρπερὸ καὶ μ᾿ ἕνα βοϊδομάτη:
εἶν᾿ τὸ βασίλειο τοῦ φτωχοῦ. Τ᾿ ἄρεσε πάντα ἐκεῖθε
νὰ χαίρεται τὴ θάλασσα, π᾿ ὅσο πλατύτερ᾿ εἶναι
τόσο σοῦ κλέφτει τὴν καρδιά, τόσο τὸ νοῦ σου πνίγει.
Τὴν ἔβλεπε χίλιες μορφὲς ν᾿ ἀλλάζει, χίλιες ὄψες,
πότε νὰ γλείφει τὸ γιαλό, προσκυνημένη δούλα,
καὶ πότε νὰ τὸν μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη,
μ᾿ ἀνεμοσκόρπιστα μαλλιὰ καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα.
K᾿ ἦταν ἡ ἔρμη Ἑλληνική! K᾿ ὑπόφερνε νὰ νιώθει
τὰ φράγκικα τὰ κάτεργα τὴ ράχη της νὰ ὀργώνουν,
καὶ νὰ τῆς δέρνει τὰ πλευρὰ μὲ τὰ κουπιὰ του ὁ Ξένος!

Ἦρθε στὴν Κόκκινη Ἐκκλησιά, ἑξήντα χρόνους πίσω,
ἕνας σοφὸς καλόγερος φευγάτος ἀπ᾿ τὴν Πόλη
κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ κι ἀσκήτευσε. Τὸν ἔκραζαν Νικήτα.
Ἤξερε γράμματα πολλὰ κ᾿ ἐγιάτρευε τοῦ κόσμου,
μὲ ξόρκια καὶ μὲ βότανα, τὰ χίλια μύρια πάθη:
τὸ ρίμα, τὸ κακὸ σπυρί, τὴ φάγουσα, τὸ λέφα,
τὸ μαλαθράκι, τὸ καρφί, τὴ λιόκριση, τὴ λύσσα.
Στὸ πρόσταγμά του τὰ κουφὰ ἐφεύγανε, οἱ ἀκρίδες,
ἀπὸ τὰ πρόβατα ὁ χαμός, ἀπὸ τὰ γίδια ὁ ἴσκιος.
Τὸν ἐλατρεῦαν τὰ χωριά, κι ὁ Φωτεινὸς - ὁπού ῾ταν
στὸ μοναστήρι δόκιμος καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε
ὅταν τὸν ἔστελναν νὰ βγεῖ γιὰ διακονιὰ τριγύρω -
ἔμαθε λίγο διάβασμα κι ἄκουσε κ᾿ ἱστορίες
ἀπὸ τὸν ἅγιον ἀσκητή, ποὺ τοῦ ῾χανε κεντήσει
τὸ λογισμό του τὸν ὀκνὸ καὶ τὴ σκουριὰ ξεπλῦναν
ὁποὺ ἔτρωγε κάθε καρδιὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ στεῖρα χρόνια.

Ἐκεῖνος τοῦ ῾πε, μιὰ φορὰ ποὺ βρέθηκαν μονάχοι
νὰ κάθονται ἀπολείτουργα στὸ πέτρινο πεζούλι
τοῦ Ἅι-Λιὰ στὴν Ἐγκλουβή, τὴν περασμένη δόξα
καὶ τ᾿ ἄμετρα τὰ βάσανα τοῦ δύστυχου τοῦ Γένους.

Τοῦ ῾πε τὸ πῶς, ἀνάμεσα σὲ τρίβολα κι ἀγκάθια,
μιὰ μέρα ἐθέλησε ὁ Θεὸς νὰ σπείρει ἕνα λουλοῦδι
ὁπού ῾χε χίλιες ὀμορφιὲς καὶ χίλιες εὐωδίες,
κι ὅπου, ὅταν ἐμεγάλωσε κι ἐπρόβαλε δροσάτο,
δεύτερος ἥλιος ἔλαμψε, καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου,
π᾿ οὔτε δὲν εἶχε ἀνάκαρα κρυφὰ ν᾿ ἀναστενάζει,
τὴ ζέστανε, τὴ στόλισε μ᾿ ἀκούραστα φτερούγια,
τὴν ἔμαθε πῶς νὰ πετᾷ. Καὶ τὸ λουλοῦδι ἐκεῖνο,
πὄπρεπε νά ῾ν᾿ ἀμάραντο, τὸ βάφτισεν Ἑλλάδα.
Τοῦ ῾π᾿ ὅτ᾿ ἐκεῖν᾿ ἡ θάλασσα ἡ φραγκοπατημένη
εἶχε ρουφήξει λαίμαργα τ᾿ ἀνθρώπινα κοπάδια
ποὺ μ᾿ ἕναν Ξέρξη βασιλιᾶ ἐχύθηκαν νὰ φᾶνε
τ᾿ ἀστάλωτο τὸ λούλουδο· τ᾿ ἀκολουθοῦσε νύχτα,
ὕπνος, νεκρίλα, σίδερα - κ᾿ ἐγλίτωσε τὸν κόσμο.
Τοῦ ῾πε πὼς ἐξεφύτρωσαν ἀδελφικὲς ἀμάχες
ποὺ ἐφτεῖραν σάρκα καὶ ψυχὴ καὶ πῶς ἐμπῆκε σφῆνα
στοῦ δέντρου τὴν πεντάνοιχτη τὴ χαραμάδα ὁ Ξένος
κι ἄνοιξε ἀγιάτρευτη τομὴ γιὰ νὰ μπορεῖ καθένας
νὰ μπήγει τὸ πελέκι του καὶ νὰ χωρίζει σχίζες.
Τὄδειξ᾿ ἐκεῖ παράμερά τη Σάλτενη, τὸν Κόρφο,
καὶ τοῦ ῾πε πῶς ἐσμίξανε καὶ πῶς κριαρωθήκαν,
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ στένωμα, γιὰ τὴ σκλαβιὰ τοῦ κόσμου,
δυὸ πολεμάρχοι φοβεροί· καὶ πῶς ὁ νικημένος,
ἀπὸ δυὸ λάμψες πὄβλεπε ν᾿ ἀστράφτουν ἐμπροστά του -
τῆς Κλεοπάτρας τὴ ματιὰ κ᾿ ἕνα μεγάλο θρόνο -,
ἐδιάλεξε τὴν ὀμορφιὰ κ᾿ ἐσβήστηκε μαζί της.
Καὶ τοῦ ῾πε πῶς ὁ νικητὴς γιὰ νὰ φυλάξει πάντα
τὴ δόξα του ὁλοζώντανη καὶ τὴ χρυσή του μοῖρα,
ἐξεθεμέλιωσε σκληρὰ χῶρες, χωριὰ καὶ τάφους,
κ᾿ ἔχτισε τὴ Νικόπολη, κουφάρι μὲ κουφάρια,
σύντριμμα μὲ συντρίμματα, κ᾿ ἦταν σεισμὸς ὁ χτίστης.
Ἀπὸ τὰ τότ᾿ ἐσκέπασε κάμπους, βουνὰ καὶ κῦμα,
θολούρα μαύρη καὶ πυκνὴ γιὰ τετρακόσους χρόνους.
Σαπίλα κι ἀποκάρωμα. Κανένας ἄλλος χτύπος
τὸν ὕπνο δὲν ἐδιάκοψε στ᾿ ἀπέραντο τὸ μνῆμα,
παρὰ ροχάλιασμα βαθύ, καὶ τ᾿ ἄσπλαγχνό του χρόνου
τὸ δαγκανάρι π᾿ ἄλεθε τὴ νεκρωμένη πλάση
κ᾿ ἑτοίμαζε ἄλλο ζύμωμα μὲ τὴν παλιά τη στάχτη.
Τοῦ ῾πε πὼς ἕνας βασιλιάς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
τὴ πρώτη μέρα πὄδραξε στὰ χέρια τὴν κορώνα,
ἐξάνοιξ᾿ ὅτι ἐπάνω της, πηχτὴ πηχτὴ σὰν αἷμα,
τὴν ἐσκοτίδιαζε ἡ σκουριὰ καὶ θὰ τὴν ἔτρωγε ὅλη
ἂν δὲν τῆς ἔδιδε βαφὴ καὶ βάφτισμα καὶ χρῖσμα
τὴ λάμψη τῆς Ἀνατολῆς, τὸ φῶς τοῦ Σταυρωμένου
καὶ τοῦ Βοσπόρου τὰ νερά. Καὶ πάραυτα φυτρώνει,
στὸ πρόσταγμα τοῦ γίγαντα, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κύματά μας,
τὸ Κράτος τὸ Βυζαντινὸ πὄζησε χίλια χρόνια,
χωρὶς ἕνα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα
γιὰ νὰ κρατεῖ τὴν ἄβυσσο ποὺ μούγκριζε νὰ πνίξει
τὴν Δύση τὴν ἀχάριστη. Κι ὡστόσο, μίαν αὐγή,
Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, μὲ προδοσιά, μ᾿ ἀπάτη,
τοῦ φόρεσαν τὰ σίδερα, τοῦ σάλεψαν τὴ ρίζα,
καὶ τὸ κατάκοψαν σκληρὰ σ᾿ ἀμέτρητες λουρίδες.
Ὕστερα πάλε ἀνάζησε, κ᾿ ἔρευε λίγο λίγο
σὰν πλάτανος ποὺ πάλιωσε καὶ βλέπει κάθε μέρα
κατάξεροι νὰ πέφτουνε οἱ κλῶνοι του ἕνας ἕνας
μὲ κάθε βαρυχειμωνιά, καὶ ποὺ δὲ συγκρατιέται,
γιατ᾿ ἔχει κούφια τὴν καρδιά, παρὰ μὲ λίγη φλοῦδα.

Τὰ γνώριζ᾿ ὅλα ὁ Φωτεινὸς κι ὅταν ἐκεῖθ᾿ ἐπάνου
ὁλόγυρά του ἐκοίταζε κ᾿ ἔβλεπ᾿ αὐτοὺς τοὺς τάφους,
ὅλον αὐτὸν τὸν ξεπεσμό, ὅλην αὐτὴν τὴν νέκρα,
ἔμενε σὰν παράλυτος· καὶ γιὰ νὰ διώξει, ὁ μαῦρος,
τὴν καταχνιὰ ποὺ ἐπλάκωνε τὴν ἄκακη ψυχή του,
ἔφευγε τὸν ἀπέραντο, τὸν πεθαμένον κόσμο,
κ᾿ ἐγύρευε παρηγοριὰ στὰ κατορθώματά του
πού ῾ταν ἀκόμα ζωντανά, κ᾿ ἐστύλωνε τὸ μάτι
μ᾿ ἀνέκφραστη, κρυφὴ χαρὰ στοῦ Καλαβροῦ τὰ πλάγια,
στὴ λαγκαδιὰ τῆς Μέλισσας, στὲς Σπαθαριές, στὸν Κάπρο,
στὰ χίλια τὰ λημέρια του, καὶ τότε, ἀναπαμένος,
ἔριχνε λίγο κρίθινο ψωμὶ μὲς στὸ σακούλι,
ἔβαν᾿ ἐμπρὸς τὰ βόιδια του κ᾿ ἔτρεχε στὸ χωράφι.

Μέσα δὲν εἶχε χώρισμα ὁ φτωχικὸς ὁ πύργος
κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη εἶν᾿ ἀνοιχτός. Ὁλόγυρα στὸν τοῖχο
κρέμονται τὰ δοξάρια του, μὲ τὸ σπαθὶ μία ζώστρα,
ἕνα πελέκι σκαλιστὸ σιδεροστειλιασμένο,
τ᾿ ἀκοίμητο καντήλι του ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
πὄδειχνε τὴν Ἀνάσταση, κ᾿ ἔφερνε κρεμασμένη,
σὰν τάμα, σὰν προσκύνημα, τὴ φοβερὴ σφεντόνα.
Καὶ σκορπισμένα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ χίλιων λογιῶν συγύρια:
ἀρήλογος, πινακωτὴ καὶ πλάστης καὶ δρυμόνι·
ἡ ἀνέμη μὲ τὰ γνέματα, τὸ τυλιγάδι, ἡ δρούγα,
ὁ οἶκος μὲ τὰ μάλλινα τὰ παρδαλὰ διπλάρια·
καὶ μία κρεμάθα μὲ πυτιὲς σιμὰ στὸν καπνοδόχο,
κι ὁ λυχνοστάτης στὴ γωνιά, κ᾿ ἕνας ἀλατολόγος,
καὶ τοῦ φτωχοῦ τὸ χάλκωμα, καὶ λιναροσκουλίδες,
καὶ τοῦ γιωργοῦ τὰ σύνεργα: βουκέντρες, καρπολόγοι,
καὶ δικριάνια ἕνα σωρό, καὶ δέμα μ᾿ ἀντιράβδια -
καὶ δυὸ κουλούφια ἀτάραγα μὲ γέννημα, ποὺ οἱ φίλοι,
μαζὶ μὲ δυὸ καματερά, στὸ ζευγολάτη ἐστεῖλαν
ὅταν ἔμαθαν τὸ κακὸ ποὺ ἀνέλπιστα τὸν ηὖρε.
Καί, πάνω στὰ καταχυτά, φωλιὲς χιλιδονίσες
ποὺ δὲν ἐπείραζε κανείς, κ᾿ ἐφέρναν κάθε χρόνο
μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κιβωτὸ χαρά, ζωή, κ᾿ ἐλπίδες.

* * *

Ἆσμα Τρίτον
[ἀπόσπασμα]

Δὲν εἶναι κρῖμα, στὸ γιαλὸ τοῦ ποταμοῦ ἁπλωμένο
νὰ σέρνεται τὸ κῦμα του θολό, χορταριασμένο,
κι ἀντὶ νὰ στεφανώνεται μὲ τὴν ἀνεμοζάλη
καὶ νὰ κρατεῖ περήφανο τ᾿ ὁλόξανθο κεφάλι,
νά ῾ναι καθρέφτης τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ σὰν ἐλεημοσύνη
στὴν ἁρμυρὴ τὴ θάλασσα τὴ γλύκα του νὰ χύνει -
δὲν εἶναι κρῖμ᾿, ἀκίνητο, ἀπ᾿ τὴν κορφὴ στὰ βάθη
νά ῾ναι ντυμένο νεκρικὰ νεροφακὲς καὶ ψάθη;...
Δὲν εἶναι κρῖμα, τ᾿ ἄλογο, π᾿ ἀνήμερο πουλάρι
μιὰ μάν᾿ ἀνεμοπόδαρη φωτιὰ μὲ τὸ μαστάρι
τὸ πότισε στὴν ἔρημο, ποὺ τὄβαψε τὸ νύχι
στὸν ἄμμον τὸν ἀράπικο, καὶ τὄδωσ᾿ ἕναν πήχη
βαθιά τη χαίτη στὸ λαιμὸ γιὰ νὰ τὴν ἀνεμίζει,
κ᾿ ἐλεύθερο, ἀνυπόταχτο, νὰ φεύγει, ν᾿ ἀρμενίζει -
δὲν εἶναι κρῖμα, γέρικο νὰ ρεύει σὲ μιὰ σούδα
καὶ νὰ τοῦ βόσκει τὰ πλευρὰ ἡ κίσσα, ἡ καλιακούδα;...

Τοῦ λόγκου τ᾿ ἀγριοδάμαλο, πὄμαθε νὰ πληγώνει
τὰ δέντρα μὲ τὰ κέρατα, καὶ νά ῾χει τὸ πλατόνι
καὶ τὸ καπρὶ γιὰ σύντροφο, τὴν ἐρημιὰ κρεβάτι,
τὸ Λοῦρο, τ᾿ Ἀσπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,
νὰ βρέχει τὰ ρουθούνια του καὶ νὰ δροσολογιέται,
δὲν εἶναι κρῖμα, λιγδερὸ στ᾿ ἀχούρι νὰ κυλιέται,
ν᾿ ἀναχαράζει βάρυπνο, νὰ τὸ τρυποῦν οἱ ζάθοι,
καὶ νὰ περνᾷ στὸν κάματο τοῦ λιναριοῦ τὰ πάθη;

Κρῖμα δὲν εἶν᾿ ὁ σταυραϊτός, ποὺ στὰ μικρά του νιότα
συνήθιζε μισουρανὶς τὰ φλογερά του χνότα,
τὴ φοβερή του τὴ ματιά, νὰ σμίγει μὲ τὴν πύρη
καὶ μὲ τὴ λάμψη τοῦ ἡλιοῦ, κι ὁποὺ εἶχε πανηγύρι
νὰ παίζει μὲ τὰ σύγνεφα καὶ μὲ τ᾿ ἀστροπελέκι -
δὲν εἶναι κρῖμα, γέροντας, στὸ βράχο του νὰ στέκει,
νὰ σέρνει τὰ φτερούγια του, καὶ νὰ παραμονεύει
πότ᾿ ἕνα φίδι θὰ διαβεῖ, νὰ φάγει ὅταν νηστεύει;...

Δὲν εἶναι κρῖμα, δυὸ στοιχειά, ὁ Φωτεινὸς κι ὁ Φλῶρος,
ποὺ πεταχτὰ δρασκέλιζαν ἀπὸ τὸ Μέγα Ὅρος
ὡς τὴν κορφὴ τοῦ Σύκαιρου, κι ὁποὺ εἴχανε σεντόνι
τὴ νύχτα τὸ δροσόπαγο, προσκέφαλο τὸ χιόνι,
π᾿ ἄλλη δὲ γνώρισαν στρωμνὴ παρὰ χλωρὰ γρυπάρια
οὔτ᾿ ἄλλη ἐλάβαν σκεπαστὴ παρ᾿ ἄγρια πρινάρια,
τώρα νὰ λὲν γιὰ πόλεμο καὶ νὰ μιλοῦν γιὰ νίκη
στρωμένοι ἐπάνω στὴ γωνιά, τῶν Σφακιωτῶν οἱ λύκοι;

Γεράματα! Γεράματα! Ποιὰ θέληση, ποιὸ χέρι
μὲς στὴ λαμπάδα τῆς ζωῆς φυτεύει τ᾿ ἁγιοκέρι;
Καὶ ποιὰ ποτὲ ζευγάρωσεν ἀγνώριστη θεότης
κρυφὰ τὸ νεκρολίβανο μὲ τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης;
Γιατί τὰ πρῶτα σπάργανα ποὺ προφυλᾶν τὰ φύτρα,
γιατί νά ῾ναι καὶ σάβανα; Μνῆμα γιατί ῾ν᾿ ἡ μήτρα;...
Αὐτὸς ὁ ἄφαντος τροχός, τ᾿ ἀκοίμητο ἀνεμίδι,
νά ῾ναι βαθὺ μυστήριο ἢ τυχερὸ παιγνίδι; ...

Η Λευκάδα των ποιητών

5 σχόλια

ΣΑΠΦΩ

Με την αρχαία Ερεσό συνδέεται η Σαπφώ, η λυρική ποιήτρια της ελληνικής αρχαιότητας (627-567 π.Χ.). Καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Ερεσού Λέσβου, αλλά έζησε στη Μυτιλήνη. Το όνομά της στη λεσβιακή διάλεκτο ήταν Ψάπφα (=σοφή, κόρη μορφωμένη). Για τη ζωή της πολύ λίγες πληροφορίες έχουμε και αυτές αντιφατικές. Από τον Οβίδιο μαθαίνουμε ότι οι πολιτικές αναταραχές του νησιού την ανάγκασαν να φύγει για τη Σικελία μαζί με ομοϊδεάτες της αριστοκρατικούς. Το γεγονός πιθανολογείται μεταξύ 604 και 592 π.Χ. Ύστερα από λίγα χρόνια ξαναγύρισε στη Λέσβο, όπου ίδρυσε μουσική και ποιητική σχολή για νέες, με πολλές από τις οποίες η Σαπφώ συνδέθηκε με αδερφική φιλία και αγνή αγάπη. Αλλά οι ελεύθεροι τρόποι της, οι ασυμβίβαστοι με τα ήθη της εποχής της, και οι ποιητικές της εκδηλώσεις, οι ξένες προς το γυναικείο προορισμό των αρχαίων, ξένισαν τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς της, οι οποίοι έπλασαν διάφορους θρύλους γύρω από τον τρόπο ζωής και τις σχέσεις της με τις νεαρές της μαθήτριες. Αποκορύφωση των διαδόσεων αυτών αποτελεί η παράδοση ότι ατύχησε στον ερωτά της προς κάποιο Φάωνα και ότι για αυτό γκρεμίστηκε από τους βράχους της Λευκάδας και αυτοκτόνησε. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Σαπφώ ήταν σεβαστή στην πατρίδα της και θαυμάστηκε από όλους τους Έλληνες για το ποιητικό της έργο. Το θαυμασμό αυτό φανερώνουν και οι χαρακτηρισμοί που της έδωσαν: «δέκατη μούσα», «αδερφή των Χαρίτων», «θαυμαστόν χρήμα». Τιμήθηκε όχι μόνο από τους Μυτιληναίους, που χάραξαν την εικόνα της στα νομίσματά τους, αλλά και από τους άλλους Έλληνες.

Σαπφώ - Sappho: Η Δέκατη Μούσα

Τῇ Ἔροέσσῃ Ἄφροδίτῃ


Ήρθε και τρύπωσε ο Ερμής στο όνειρο μου μέσα˙
και του είπα, αφεντάκο μου, πώς χάθηκε η ζωή μου˙
και δε γελώ, δε χαίρομαι, μήτε τα πλούτη θέλω˙
μόνο ένας πόθος με βαστά, ζητάω να πεθάνω˙
τις υγρές να δω με τους λωτούς του Αχέροντα τις όχθες.



Το έργο της, τα ποιήματα της Σαπφούς διαιρέθηκαν σε εννιά βιβλία, ώστε να αντιστοιχούν με τον αριθμό των μουσών και ήταν ωδές με ερωτική υπόθεση και επιθαλάμια (τραγούδια για γάμους). Από αυτά έχουμε μόνο μια ωδή ακέραιη και αρκετά αποσπάσματα, περισσότερα από 120. Τα επιθαλάμια ειδικότερα, εκτός από τη γλυκύτητα και την απλότητα των ηθών και των συναισθημάτων, έχουν και πλήθος από ωραίες εικόνες. Τα ποιήματα της Σαπφούς, αν και ήταν όλα γραμμένα στην αιολική διάλεκτο, τα τραγουδούσαν σε όλη την Ελλάδα.


ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ
Τον χαρακτήρισαν «ο Παπαδιαμάντης της Απω Ανατολής». Λευκάδιος Χερν ή Γιάκομο Κουιζίμι (η μετάφραση του ιαπωνικού του ονόματος του είναι ποιητικότατη: Σημαίνει το μέρος όπου γεννιούνται τα σύννεφα).

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου του 1850. Η Ελληνίδα μητέρα του, Ρόζα Κασιμάτη, ήταν ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του, Κάρολος Χερν, ήταν στρατιωτικός χειρουργός στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων από το Δουβλίνο. Ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρονιά αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξιδέψε με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με τον πατέρα του, η μητέρα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και έθεσε εκτός ισχύος τον γάμο του.Έτσι, σε ηλικία πέντε ετών ο Λευκάδιος Χερν αποχωρίστηκε από τη μητέρα του χωρίς να τη δει ποτέ ξανά.

Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία και άρχισε να διαβάζει, κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δήλωσε ενθουσιασμένος: “Εισήλθα στη δική μου αναγέννηση”. Αργότερα, και αφού είχε περάσει από το γαλλικό κολλέγιο του Υβενό στάλθηκε στο κολλέγιο Σαίντ Κούθμπερτ (Ushaw Roman Catholic College). Κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε το ένα μάτι του. Σε ηλίκια 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. Για ένα χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας, ώσπου γνώρισε τον Χένρυ Γουώτκιν και με τη βοήθειά του βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα.

Σιγά σιγά άρχισε να δουλεύει σε υψηλότερες θέσεις και έφτασε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Σινσιννάτι (Cincinnati Daily Enquirer). Περιπλανήθηκε στη Νέα Ορλεάνη, στη Νέα Υόρκη, στις Γαλλικές Αντίλλες. Το 1889 βρέθηκε σαν ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Αργότερα και με τη βοήθεια του Μπάζιλ Τσάμπερλαιν και του Ίτζιτο Χαττόρι βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Στον δέκατο πέμπτο μήνα διαμονής του στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Υιοθετεί μάλιστα το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν ονομάζεται Κοϊζούμι Γιάκουμο.

Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Τον Δεκέμβριο του 1896, το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο του προσέφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Στην Ιαπωνία ο Λευκαδιος Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίστηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση, ενώ το βιβλίο του “Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία” διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν 8 μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε.

Ο Λευκάδιος Χερν πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1903 ύστερα από πνευμονικό οίδημα. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο: “Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο”.





ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – Ἀθήνα, 19 Ἰουνίου 1951) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μείζονες Ἕλληνες ποιητές. Τὸ ἔργο του διακρίνεται ἀπὸ ἕναν ἔντονο λυρισμὸ καὶ ἕναν ἰδιαίτερο γλωσσικὸ πλοῦτο.

Γεννήθηκε στὴ Λευκάδα ὅπου καὶ πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια. Ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ γυμνάσιο τὸ 1900 καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο γράφτηκε στὴν Νομικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας χωρὶς ὡστόσο νὰ ὁλοκληρώσει ποτὲ τὶς νομικές του σπουδές. Τὰ ἐνδιαφέροντά του ἦταν καθαρὰ λογοτεχνικὰ καὶ ἀπὸ νωρὶς μελέτησε Ὅμηρο, Πίνδαρο, Ὀρφικοὺς καὶ Πυθαγόρειους, λυρικοὺς ποιητές, προσωκρατικοὺς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αἰσχύλο ἀλλὰ καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ξένους λογοτέχνες ὅπως τὸν Ντ᾿ Ἀννούντσιο. Τὰ ἑπόμενα χρόνια πραγματοποίησε ἀρκετὰ ταξίδια καὶ στράφηκε στὴν ποίηση καὶ τὸ θέατρο. Σημαντικὸ σταθμὸ στὴ ζωὴ τοῦ Σικελιανοῦ ἀποτέλεσε ὁ γάμος του, τὸ 1907, μὲ τὴν Ἀμερικανίδα Eva Parlmer, ἡ ὁποία σπούδαζε στὸ Παρίσι ἑλληνικὴ ἀρχαιολογία καὶ χορογραφία. Ὁ γάμος τους τελέστηκε στὴν Ἀμερικὴ ἐνῷ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀθήνα τὸ 1908. Ἐκείνη τὴν περίοδο, ὁ Σικελιανὸς ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀρκετοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ τελικὰ τὸ 1909 δημοσίευσε τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ Ἀλαφροΐσκιωτος, ἡ ὁποία προκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους, ἀναγνωριζόμενη ὡς ἔργο σταθμὸς στὴν ἱστορία τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων. Ἀκολούθησε μία περίοδος ἔντονης ἀναζήτησης ποὺ καταλήγει στὴν ἔκδοση τῶν τεσσάρων τόμων τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Πρόλογος στὴ Ζωή, Ἡ Συνείδηση τῆς Γῆς μου (1915), Ἡ Συνείδηση τῆς Φυλῆς μου (1915), Ἡ Συνείδηση τῆς Γυναίκας (1916) καὶ Ἡ Συνείδηση τῆς Πίστης (1917). Ὁ Πρόλογος στὴ Ζωὴ ὁλοκληρώθηκε ἀργότερα μὲ τὴ Συνείδηση τῆς Προσωπικῆς Δημιουργίας. Ἀκολουθοῦν ἀκόμα τὰ χαρακτηριστικὰ ποιήματα Τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ Μήτηρ Θεοῦ, τῆς περιόδου 1917-1920 καθὼς καὶ διάφορες συνεργασίες του μὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς.

Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ἀπασχόλησε βαθιὰ τὸν Σικελιανὸ καὶ συνέλαβε τὴν ἰδέα νὰ δημιουργηθεῖ στοὺς Δελφοὺς ἕνας παγκόσμιος πνευματικὸς πυρήνας ἱκανὸς νὰ συνθέσει τὶς ἀντιθέσεις τῶν λαῶν («Δελφικὴ Ἰδέα»). Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ὁ Σικελιανός, μὲ τὴ συμπαράσταση καὶ οἰκονομικὴ ἀρωγὴ τῆς γυναίκας του, δίνει πλῆθος διαλέξεων καὶ δημοσιεύει μελέτες καὶ ἄρθρα. Παράλληλα, ὀργανώνει τὶς «Δελφικὲς Ἑορτὲς» στοὺς Δελφοὺς μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη (1927) καὶ τῶν Ἱκέτιδων (1930) τοῦ Αἰσχύλου νὰ ἀνεβαίνουν στὸ ἀρχαῖο θέατρο. Ἡ «Δελφικὴ Ἰδέα» ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες παραστάσεις περιελάμβανε καὶ τὴν «Δελφικὴ Ἕνωση», μιὰ παγκόσμια ἕνωση γιὰ τὴ συναδέλφωση τῶν λαῶν, καὶ τὸ «Δελφικὸ Πανεπιστήμιο», στόχος τοῦ ὁποίου θὰ ἦταν νὰ συνθέσει σὲ ἕναν ἑνιαῖο μύθο τὶς παραδόσεις ὅλων τῶν λαῶν. Γιὰ τὶς πρωτοβουλίες αὐτές, τὸ 1929, ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀπένειμε στὸ Σικελιανὸ ἀργυρὸ μετάλιο γιὰ τὴ γενναία προσπάθεια ἀναβίωσης τῶν δελφικῶν ἀγώνων. Ἀπὸ τὸ φιλόδοξο αὐτὸ σχέδιο τὸ μόνο ποὺ πραγματοποιήθηκε τελικὰ ἦταν οἱ Δελφικὲς Ἑορτές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ὁδήγησαν σὲ οἰκονομικὴ καταστροφὴ καὶ χωρισμὸ τοῦ ζεύγους, ἀφοῦ ἡ Εὔα Πάλμερ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τότε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπέστρεψε μόνο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ποιητῆ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ὁ Σικελιανὸς διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν πνευματικὴ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ, μὲ κορυφαία ἐκδήλωση τὸ ποίημα καὶ τὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε στὴν κηδεία τοῦ Παλαμᾶ τὸ 1943.

Τὸ 1946 ἐξελέγη πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν ἐνῷ τὸ 1949 ἦταν ὑποψήφιος γιὰ τὸ Βραβεῖο Νομπέλ. Ὁ ἐπιφανὴς λυρικὸς ποιητὴς καὶ πεζογράφος Ἄγγελος Σικελιανὸς πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1951 καὶ τάφηκε στοὺς Δελφούς.

Ὁ Σικελιανὸς εἶχε ἐξοχικὴ παραλιακὴ κατοικία στὴ Σαλαμίνα μπροστὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ Φανερωμένης. Ἐκεῖ ὁ Βασιλεὺς Παῦλος ἐπισκέπτοταν τὸν ποιητὴ κάθε φορὰ ποὺ μετέβαινε στὸ Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηροῦσε ἐπίσης ἐξοχικὴ κατοικία στὴ Συκέα Κορινθίας.

Ἔργο

Ποιήματα

Ὁ ποιητὴς ἐξέδωσε ὁ ἴδιος τὰ ἔργα του σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Λυρικὸς Βίος (1946 Α καὶ Β, 1947 Γ), ἀφήνοντας ἔξω κάποια ἔργα ποὺ δὲν θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ συμπεριλάβει.

Τὸ 1965 ἄρχισε ἡ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» του μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Γ. Π. Σαββίδη. Ἐκδόθηκαν πέντε τόμοι μὲ τὸ ἔργο ποὺ εἶχε δημοσιεύσει ὁ ποιητής (1965-1968) καὶ ἕκτος τόμος (1969) μὲ ὅσα ποιήματα εἶχε ἀφήσει ἐκτὸς τοῦ Λυρικοῦ Βίου.

Πεζὰ κείμενα

Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων»:

  • Πεζὸς Λόγος Α (1978)
  • Πεζὸς Λόγος Β (1980)
  • Πεζὸς Λόγος Γ (1981)
  • Πεζὸς Λόγος Δ (1983)
  • Πεζὸς Λόγος Ε (1985)

Τραγῳδίες

  • Ὁ Διθύραμβος τοῦ Ρόδου (1932)
  • Σίβυλλα (1940)
  • Ὁ Δαίδαλος στὴν Κρήτη (1942)
  • Ὁ Χριστὸς στὴ Ρώμη (1946)
  • Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ (1947)
  • Ἀσκληπιὸς (ἡμιτελής)

Συγκεντρώθηκαν σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Θυμέλη, Α καὶ Β 1950, Γ 1954

Ὁ Γέρος

Ὁ γέρος ὁ ἑκατοχρονίτης,
ὁποῦ ἐγνώρισα στὸ ἴδιο νησί μου, τὴ Λευκάδα,
ἀφοῦ πέρασε βοσκὸς σαράντα χρόνια
στὴ βουνοκορφή, στὰ Σταυρωτά,
κατέβηκε νὰ παντρευτεῖ μία μέρα
στὸ γιαλό, στὸ Μεγανήσι
κι ἀπὸ τότε γίνηκε ψαρὰς
κι ἀπόχτησε τρεῖς θυγατέρες
κι ὅσο ἤτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
τὸ ψαροκάϊκο, τὸ πεζόβολο, τὰ παραγάδια καὶ τὰ δίχτυα
κι ἅμα ἡ πρώτη θυγατέρα ἦρθε στὸ χνούδι της
τὴ πῆρε στὰ κουπιὰ νὰ δέσει τὸ κορμί της,
ἔπειτα τὴ πάντρεψε καὶ πῆρε τὴ κατοπινὴ
κι ἀφοῦ ἔδεσε καὶ τούτη,
κράτησε λίγο καιρὸ τὴ τρίτη στὰ κουπιὰ
καὶ σὰ τὴ πάντρεψε κι αὐτήν,
ἔμεινε πάλι μὲς στὴ βάρκα μοναχός,
προσμένοντας τὸ θάνατο, ἥσυχα νὰ τὸν ῾γγίξει,
καθὼς σβεῖ στρωτὰ ὁ ἀγέρας
στὸ νερὸ τὰ δειλινά...

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.

Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.

Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.

Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.

Τὸ ἔργο του

Στὰ γράμματα παρουσιάστηκε σὲ ἡλικία 23 χρονῶν μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Στιχουργήματα». Ἐξέδωσε ἐπίσης τὶς συλλογὲς «Μνημόσυνα» καὶ «Κυρὰ Φροσύνη» καὶ τὰ δραματικὰ ποιήματα «Ἀθανάσης Διάκος», «Ἀστραπόγιαννος», «Θανάσης Βάγιας», «Σαμουήλ» καὶ «Φυγή». Ἔγραψε ἀκόμα καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα, ἐνῷ ἄφησε ἡμιτελὲς τὸ τελευταῖο του ἔργο «Φωτεινός».

Ὁ Βαλαωρίτης εἶναι ἐπικοδραματικὸς στὰ πατριωτικά του ποιήματα καὶ λυρικὸς στὰ ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ ὑποκειμενικὰ θέματα. Τὸν ἀληθινὸ Βαλαωρίτη τὸν βρίσκουμε στὰ μεγάλα δεκαπεντασύλλαβα πατριωτικά του ἔπη. Καὶ ἀφοῦ εἶναι γνήσια ἐπικός, γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶναι καὶ θεατρικός. Θεωρεῖται ὡς ὁ συνεχιστῆς τοῦ Ὁμήρου, κάπως μακρινὸς βέβαια καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου ὕψους. Στὰ μεγάλα ποιήματά του περιγράφει γεγονότα τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Καὶ τὰ περιγράφει μὲ τέτοια παραστατικότητα, μὲ τέτοια ζωντάνια, ποὺ θὰ νόμιζε ὅτι συμμετέχει καὶ ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτά.


Ἡ πρὸς τὴν Πατρίδα Ἀγάπη μου

Δὲν εἶναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μέρα
σχίζει τὰ νέφη καὶ περνᾷ γοργὸ σὰν τὸν ἀγέρα,
οὔτε κισσός, π᾿ ἀναίσθητος τὴν πέτρα περιπλέκει
οὔτ᾿ ἀστραπή, ποὺ σβύνεται χωρὶς ἀστροπελέκι,
δὲν εἶναι νεκροθάλασσα, βοὴ χωρὶς σεισμό,
νοιώθω γιὰ σέ, πατρίδα μου, στὰ σπλάγχνα χαλασμό.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Η Ορχήστρα των Ελλήνων

10 σχόλια

Ήχους της αρχαίας Ελλάδας «ανέστησαν» επιστήμονες

<span class=

Τον ήχο του επιγωνίου, ενός μουσικού οργάνου της αρχαίας Ελλάδας, κατάφεραν να «αναστήσουν» με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών φυσικοί που εργάζονται στο CERN, στη Γενεύη.

Οι επιστήμονες «πέρασαν» πληροφορίες που εκμαίευσαν από τα έργα των αρχαίων συγγραφέων σε ένα ειδικό λογισμικό, το οποίο στη συνέχεια κατάφερε να αναδημιουργήσει τον ήχο του μικρού αυτού έγχορδου οργάνου.

Σε ένα συνέδριο στην Ιταλία μουσικοί "ξαναζωντάνεψαν" αρχαίες παρτιτούρες με τον ήχο του επιγωνίου (μέσω υπολογιστή).

Η ομάδα θα ξεκινήσει σύντομα να κάνει την ίδια διαδικασία και για τα όργανα κίθαρις και σάλπιγξ.

Η ιδέα για την αναβίωση ενός αρχαίο-ελληνικού group (!) είναι αρκετά παλιά (από το 1970) αλλά η υπολογιστική ισχύς που απαιτείται για την επεξεργασία των δεδομένων της εξομοίωσης είναι τεράστια. Μέσω όμως του πειράματος στο CERN και των γιγαντιαίων υποδομών που αυτό διαθέτει δόθηκε η ευκαιρία για να γίνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα.

(διαβάστε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο από τους Times )





xronos - Καημός

Υ.Γ. και όμως ναι, η αρχαία Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στην ακρότατη αιχμή του επιστημονικού και πνευματικού ενδιαφέροντος. Και όσο και αν εδώ κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να φανούμε ανάξιοι μιας τέτοιας κληρονομιάς, σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, η πραγματική πρόοδος συντελείται μέσω της έρευνας για το αρχαίο ελληνικό παρελθόν.

Το μόνο πραγματικά στενάχωρο είναι ότι χωρίς την ελληνική ψυχή δεν είναι δυνατό να βιωθεί και να κατανοηθεί το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και δεν είναι εφικτή η μύηση στη γνώση που αυτό φέρει. Οι ήχοι, οι γεωμετρίες και οι εξισώσεις δεν είναι αρκετές από μόνες τους για να αποκαλύψουν το μεγαλείο των προγόνων μας. Τα μυστικά τους (όσο και ερευνώνται) θα παραμένουν κρυφά χωρίς τα "κλειδιά" των Ελλήνων.

Αλλά εμείς ως έθνος, για άλλη μια φορά, όχι απλά δεν ηγούμαστε τέτοιων προσπαθειών αλλά ούτε καν συμμετέχουμε. Ούτε καν τις παρακολουθούμε.

Έχουμε όπως φαίνεται σημαντικότερα ενδιαφέροντα...

Υ.Γ.2 Το κομμάτι στον player είναι μια παλιότερη δική μου σύνθεση (σε ερασιτεχνικό επίπεδο βέβαια αλλά με ειλικρινή κατάθεση ψυχής). Θα εκτιμούσα αν μου λέγατε τις εντυπώσεις και πιο πολύ αν σας αρέσει να το ακούτε συχνά.



Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Γλωσσομπερδέματα

19 σχόλια

World Map Cow

Κάνοντας μια ιστοβόλτα στον κόσμο ανακάλυψα ένα ενδιαφέρον άρθρο. Ένα άρθρο που αφορά το πώς εκφράζεται ο κάθε λαός όταν δεν καταλαβαίνει κάτι. Και επειδή μου άρεσε πολύ έκανα μια περίληψη (απόδοση- μετάφραση-διόρθωση μπορώ να πω) και σας το παρουσιάζω.

(αφιερωμένο στη Μελίτη και ελπίζω να την ιντριγκάρει λίγο για να μας χαρίσει κάποια πιο σοβαρή αναφορά πάνω στο θέμα!)


Πάμε λοιπόν, ας ξεκινήσει το γαϊτανάκι!

Όταν ένας Άγγλος δεν καταλαβαίνει μια λέξη αυτού που κάποιος του λέει, δηλώνει ότι: «it’s ‘Greek to me».
Όταν ένας Εβραίος συναντά αυτήν την δυσκολία λέει ότι του ακούγονται κινέζικα.
Ο Κορεάτης θα πει ότι του ακούγονται εβραϊκά.
Όταν ένας Έλληνας έχει πρόβλημα να κατανοήσει κάτι η …προτιμώμενη γλώσσα είναι φυσικά τα κινεζικά (πιο παλιά θα άκουγες και …αλαμπουρνέζικα).
Και ενώ για τους Άραβες η ακατανόητη γλώσσα είναι η Hindi, για τους Κινέζους ακατανόητη είναι… η γλώσσα του ουρανού.
Για Ρουμάνους, ο υπαίτιος της δυσκολίας κατανόησης είναι Τούρκος ,ενώ για τους Τούρκους τα γαλλικά.
Βέβαια τα Κινεζικά είναι σχεδόν πρωταθλήτρια γλώσσα καθώς θεωρούνται ακατανόητα για τους κατοίκους τουλάχιστον δώδεκα χωρών από την Ελλάδα και την Πολωνία μέχρι την Ολλανδία και τη Λιθουανία.
Τα ισπανικά, τα εβραϊκά και τα ελληνικά είναι επίσης αρκετά δημοφιλή, αν και αυτό είναι κάπως ανεξήγητο ειδικά για την περίπτωση των ισπανικών - μια τόσο ευρέως διαδεδομένη γλώσσα (και εντελώς ανεξήγητο για τα ελληνικά που είναι η παγκόσμια γλώσσα συμπληρώνω εγώ!)
Στο Μεσαίωνα όταν είχε πια περάσει κάπως η «μόδα» των ελληνικών στους μοναχούς, θα έγραφαν στο περιθώριο των κειμένων που δεν θα μπορούσαν να μεταφράσουν, στα λατινικά: «Graecum est, non legitur» (» αυτό είναι ελληνικά σε με, δεν μπορώ να το διαβάσω»).
Ο ίδιος ο Shakespeare (ο μέγας ξεπατικοτής των αρχαίων κλασσικών!), αναφέρει την έκφραση «είναι ελληνικά για μένα» (στον Ιούλιο Καίσαρα, νόμος Ι, σκηνή ΙΙ).
Στα Ιταλικά κάποιος που δεν καταλαβαίνει μπορεί να ρωτήσει: «Parlo italiano o turco ottomano;» (Μιλάς τα ιταλικά ή Οθωμανικά;)
Η Γερμανική έκφραση για κάτι ακατανόητο είναι «Mesopotamisch».
Στα Φινλανδικα, η λέξη για τις ακατανόητες ασυναρτησίες είναι «Siansaksa» (χοιρο - γερμανικά) είναι. Παρόμοιο με την αγγλική έκφραση «Pig Latin» (λατινικά χοίρων).

Μήπως σας μπέρδεψα; Μήπως αυτή η γλωσσική σαλάτα αποδεικνύει ότι οι διαφορές μας είναι πολύ λιγότερες μπροστά στις ομοιότητές μας; Μήπως πρέπει για λίγο να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από τα μάτια του απέναντι;
Ή μήπως όλα αυτά απλά σας φαίνονται ….κινέζικα;;;

Τα νέα πέρα από τα μονοθεματικά δελτία

0 σχόλια

Συναγερμός σε νοσοκομεία από «μπλακ άουτ» στην παροχή «ιατρικού αερίου»

Για αρκετά λεπτά της ώρας σταμάτησαν να λειτουργούν οι αναπνευστήρες και τα αναισθησιολογικά μηχανήματα, θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή δεκάδων ασθενών. Αμέσως τέθηκε σε λειτουργία το εφεδρικό σύστημα παροχής ιατρικών αερίων και οξυγόνου, το οποίο όμως λόγω παλαιότητας σε μία περίπτωση δεν λειτούργησε.

Συναγερμός σε νοσοκομεία από «μπλακ άουτ» στην παροχή «ιατρικού αερίου»


Δύο μήνες πριν την έναρξη της νέας αντιπυρικής περιόδου η χώρα μας κινδυνεύει να μείνει χωρίς εναέρια μέσα δασοπυρόσβεσης εξαιτίας των χρεών του Δημοσίου προς τις προμηθεύτριες εταιρείες, που φθάνουν τα 20 εκατ. ευρώ.

Στον... αέρα τα σχέδια δασοπυρόσβεσης

Οργιο οικογενειοκρατίας στα ελληνικά πανεπιστήμια
Tα τελευταία 25 χρόνια υπηρέτησαν στην Iατρική Σχολή Aθηνών 130 καθηγητές, από τους οποίους σήμερα υπηρετούν 48. Πόσοι εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενείς τους έχουν καταλάβει θέση μέλους διδακτικού ερευνητικού προσωπικού σε αυτήν; Eβδομήντα ένας! Aυτό σημαίνει ότι περισσότεροι από τους μισούς καθηγητές «κληροδότησαν» τη θέση τους.
Οργιο οικογενειοκρατίας στα ελληνικά πανεπιστήμια



Πωλείται για 10 δολλάρια η ελληνική πυραυλάκατος

Το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της Γεωργίας ανακοίνωσε χθες την πώληση τριών πολεμικών πλοίων που βύθισαν οι Ρώσοι στο λιμάνι Πότι κατά τη διάρκεια του 5ήμερου πολέμου τον περασμένο Αύγουστο.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση πωλούνται τα τρία πλοία Dioskuria, Tskaltubo και Tbilisi με απαραίτητο όρο ότι ο αγοραστής θα τα ανελκύσει και θα τα απομακρύνει από τα νερά του λιμανιού.

Καθώς η ανέλκυση των πλοίων είναι ακριβή επιχείρηση το κόστος του κάθε ενός ορίστηκε στη συμβολική τιμή των 10 δολαρίων!