Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Μια ακόμα μάχη

Θα μου επιτρέψετε να σας παρουσιάσω για άλλη μια φορά κάτι δικό μου.
Ένα μικρό διήγημα που έγραψα (με βιωματική αφετηρία, ως συνήθως) για να συμμετάσχω σε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό με θέμα τον πόλεμο του 40 και την εθνική αντίσταση. Βέβαια δεν κατόρθωσε να αποσπάσει κάποια διάκριση στο διαγωνισμό αλλά ελπίζω να το διαβάσετε και να μου πείτε εσείς τις εντυπώσεις σας!
Θα ήθελα προκαταβολικά να σας ευχαριστήσω για την ευγένια σας και την αποδοχή κάθε απόπειρας έκφρασης που σας παρουσιάζω. Και θα ήθελα να σας ζητήσω τα ειλικρινή σας σχόλια.
Πείτε και τα αρνητικά! Βελτιώνομαι!


Μια ακόμα μάχη

Τετάρτη απόγευμα. Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας. Τέταρτος όροφος. «Ορθοπεδικόν Ιατρείον Δόκτορος Ι. Δεσύπρη». Ευτυχώς που έχει ασανσέρ γιατί η γιαγιά Αγγελική δε θα μπορούσε να ανέβει τις σκάλες. Σήμερα μιας και από όλη την οικογένεια δεν μπορούσε κανείς άλλος να έρθει έπεσε σε μένα ο κλήρος να πάω τη γιαγιά στο γιατρό για να τη δει για τα πόδια της.

85 χρονών η γιαγιά και το σώμα της είναι σωστό χρονολόγιο κάθε αλλόκοτης δεκαετίας της ζωής της. Το δε πνεύμα όμως εφηβικό! Τα ίδια και ο παππούς. Που φυσικά και ήρθε μαζί. Δεν την αφήνει ούτε λεπτό ο παππούς τη γιαγιά. Όχι πια. Είναι τώρα η σειρά του για υπομονή και καρτερία δίπλα της. Γιατί αν και κλείνουν κοντά 70 χρόνια μαζί δεν ήταν λίγες οι φορές που (με τη δική της πάντα αναμφίβολη συγκατάθεση) την άφηνε μόνη της για να «ξενοκοιμηθεί» στην τυραννική αγκαλιά της πάλης για την ελευθερία. Πόλεμος του 40, κατοχή, αντίσταση, κυνηγητά και απολύσεις, εξορίες, θανατικές καταδίκες αλλά η γιαγιά ήτανε πάντα για τον παππού βράχος και λιμάνι κι αγκαλιά. Αλλά και πηγή αστείρευτης αποφασιστικότητας και δύναμης, που όταν κάποιες φορές έφτασε ο παππούς να αμφιβάλλει για το νόημα ή το σκόπιμο του αγώνα, έδιωχνε τον παραμικρό δισταγμό και τον έσπρωχνε με καινούρια ορμή στην πρώτη γραμμή της μάχης. Ο παππούς έφευγε και εκείνη στέκονταν αγέρωχη στην πόρτα με δυό κορίτσια να κρέμονται από τη φούστα της, ένα δάκρυ να κρύβεται στη βρύση των ματιών αλλά και ένα περήφανο χαμόγελο να ξεπροβάλλει στα χείλη.

Να ΄μαστε όμως τώρα στο ιατρείο του δόκτορος Δεσύπρη, περιμένοντας τη σειρά μας. Πριν από εμάς προηγούνται δυό ραντεβού, δυό κυρίες –“αναστηλωμένες” και στολισμένες για αυτήν την “ειδική περίσταση” (τέτοιες είναι από μια ηλικία και πάνω οι ξεχωριστές έξοδοι των ανθρώπων) που συζητάνε μεταξύ τους παινεύοντας το γιατρό για τις επιτυχίες του. Φαίνεται να του έχουν πάρει ήδη πλήρες ιστορικό γνωρίζοντας κάθε περίπτωση που οι υπόλοιποι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά, αλλά ο Δεσύπρης αναλάμβανε και έκανε καλά με θαυμαστή ευκολία.

«Είναι ακριβός βέβαια αλλά χαλάλι του, θαύματα σου λέει κάνει θαύματα», είπε με ανασηκωμένο το φρύδι η μία.

«Εμένα μου το ξεκόψανε όπου κι αν πήγα, μόνο ο Δεσύπρης θα σε σώσει», πρόσθεσε εμφατικά η άλλη.

Ο παππούς, που παρακολουθούσε με ακατανόητη αποστροφή την κουβέντα τους, με έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε παράμερα, έτοιμος να εξομολογηθεί τι είναι εκείνο που τον έκανε να σκοτεινιάσει έτσι.

«Δες τες μωρέ Τάκη. Δες πως κάνουν ετούτες εδώ. Λένε Δεσύπρης και γεμίζει το στόμα τους. Έλα όμως που για μας κάποτε, και για όλο το νησί δηλαδή και μόνο η αναφορά στο όνομα Δεσύπρης αρκούσε για να προκαλέσει τον τρόμο και την απέχθεια. Ο Δεσύπρης, που στα χρόνια θα μπορούσε να είναι παππούς ετούτου εδώ, ήταν αρχιδοσίλογος των Γερμανών και ρουφιάνος και πολλοί αγωνιστές είχαν υποφέρει τα πάνδεινα εξαιτίας του. Το μίσος του για την πατρίδα και τους συγχωριανούς τους και το πάθος του για εξουσία και πλούτη τον έστρεψαν απέναντι ακόμα και στην ίδια του την αδερφή, που παρέδωσε μόνος του στα χέρια των κατακτητών γιατί βοηθούσε την οργάνωσή μας. Ευτυχώς κάποιος αγωνιστής που κατάφερε και γλίτωσε από τα χέρια του φρόντισε να μην υπάρχει περίπτωση να συνεχίσει ο Δεσύπρης ή οι απόγονοί του να βασανίζουν και τις επόμενες γενιές. Και ξέρω δα πως ο γιατρός δε θα χει καμιά σχέση μαζί του, αλλά βλέπεις καμάρι μου, όλα αυτά μας έχουν σημαδέψει. Και μόνο η ανάμνησή τους με κάνει κι οργίζομαι σα το δεκαοχτάχρονο παιδί που παράτησε το σπίτι του και βγήκε στο λόγγο για να ανταμώσει τους αντάρτες…»

«Το ξέρω παππού, το ξέρω και δε σ’αδικώ. Αλλά φοβάμαι ότι το παρακάνεις λίγο. Ακόμα κι αν ο γιατρός ήταν εγγονός εκείνου του Δεσύπρη νομίζω πάλι άδικο θα ‘ χες. Το ξέρεις, το λες κι ο ίδιος δηλαδή, ότι οι αμαρτίες των γονιών δεν πρέπει να βαραίνουν τα παιδιά κι ότι ο τόπος μας είναι μικρός και δεν περισσεύει κανείς» είπα προσπαθώντας να αποφορτίσω την κατάσταση καταφεύγοντας σ’ αυτήν την ανούσια, για κείνον, γενικότητα.

Με το πέρασμα της ώρας οι κυρίες μπήκαν στο γραφείο του γιατρού και κόντευε η σειρά μας. Ο παππούς βάδιζε ανήσυχος πέρα δώθε, οργώνοντας το ακριβό χαλάκι της αίθουσας αναμονής. Αν και κανονικά δεν επιτρέπονταν το κάπνισμα, μιας και ήμασταν οι μόνοι που περιμέναμε πια ο παππούς (με την αλύγιστη άρνησή του να ακολουθήσει τους κανόνες και να μπει σε κοινωνικά καλούπια) άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Αυτή η εικόνα του ήταν πραγματική έκπληξη για μένα. Πάντα τον είχα στο μυαλό μου ως πρότυπο ηρεμίας και διαύγειας και εμπιστευόμουν την ψύχραιμη ματιά του στα διάφορα καθημερινά προβλήματα που έβρισκα στο δρόμο μου. Τώρα όμως ήταν πραγματικά εκτός εαυτού.

-“Γιατί τόση αγωνία βρε παππού”, ρώτησα ξέροντας ήδη την απάντηση αφού το βλέμμα του σημάδευε μια την πόρτα του γιατρού, μια τη γιαγιά και μια το ρολόι.

-“Ποτέ δε σ’ έχω ξαναδεί έτσι. Δε θα πάμε δα και στον πόλεμο, στο γιατρό θα μπούμε”, συμπλήρωσα αφελώς.

Αν και αυτή η τελευταία φράση μου τελικά δεν αποδείχθηκε και τόσο άστοχη. - -“Στον πόλεμο, ε;” μου είπε χαμογελώντας πικρά ο παππούς.

-“Δεν έχεις κι άδικο. Αυτή η ανησυχία που έχω είναι ίδια κι απαράλλαχτη με εκείνη που με έβρισκε κάθε φορά πριν τη μάχη. Και δεν είναι φόβος. Είναι αδημονία και επιθυμία να πάνε όλα καλά. Είναι η ένταση μέχρι να φτάσει η ώρα να αρχίσει η συμπλοκή… Άντε κι αυτές οι χριστιανές, μια ώρα τις έχει κρατήσει ο γιατρός μέσα!”.

Έριξε μια τελευταία ματιά στην πόρτα που παρέμενε κλειστή και ήρθε κι έκατσε κοντά μου στον καναπέ. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, πήρε μια γερή ρουφηξιά, έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό μου και με κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε ένα νεύμα συγκατάθεσης για να αρχίσει τη διήγηση. Χαμογέλασα κι έκατσα λίγο πιο αναπαυτικά για να ακούσω. Δεν αρνούμαι ποτέ να ακούσω τις διηγήσεις του παππού από τα χρόνια του πολέμου και της αντίστασης. Όσες φορές και αν τις έχω ξανακούσει…

« Ήτανε καλοκαιράκι σαν τώρα. Μέσα Ιουλίου του ‘44. Το Τάγμα μας ήταν έξω από την Αμφιλοχία. Ανήκαμε στο 239 Σύνταγμα κι η αποστολή μας ήτανε αποστολή αντιπερισπασμού. Οι διαταγές μας ήταν να χτυπήσουμε την πόλη της Αμφιλοχίας για να εκτονώσουμε την πίεση στο 85ο και το 151ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που τα είχε περικυκλώσει το 22ο Σώμα του γερμανικού στρατού. Η φρουρά της πόλης αποτελούνταν από μια δύναμη 400 Γερμανών που αν και η πλάστιγγα του πολέμου είχε πλέον εγκαταλείψει οριστικά το μέρος τους θα κρατούσαν τις θέσεις τους με αμείωτη πειθαρχία και αποφασιστικότητα. Και αυτό δεν θα αργούσαμε να το διαπιστώσουμε. Η μάχη ήταν πραγματικά σκληρή και κράτησε ολόκληρη τη μέρα και τη νύχτα. Οι Γερμανοί αμύνθηκαν λυσσαλέα πίσω από κάθε οχύρωση, κάθε μάντρα, κάθε παράθυρο. Η δική μας όμως αυταπάρνηση, το ανεξήγητο- για τα μέτρα που βάζει η λογική στο μυαλό των ανθρώπων- θάρρος και η σιγουριά ότι είχαμε το δίκιο με το μέρος μας, μας οδηγούσε μπροστά...»

Ξαφνικά ο παππούς σταμάτησε. Η παύση αυτή στην αφήγηση έφερε ένα δάκρυ στα μάτια του, μαλάκωσε τον τόνο της φωνής του και τελείωσε με ένα ξεφύσημα και ένα ρίξιμο των ώμων σαν κάτι να άδειασε μέσα του. Σαν να έγινε ξαφνικά μια μετάβαση από τον βροντερό ομιλητή κάποιας εκδήλωσης αφιερωμένης στον πόλεμο του ’40, στον πιο καθημερινό και απλό άνθρωπο που συναντάς στην ουρά του φούρνου της γειτονιάς. Απολογητικά, σχεδόν ψιθυριστά συνέχισε.

«Ξέρεις καμάρι μου, σήμερα όλοι μας περιγράφουν σαν ήρωες. Σαν ημίθεους. Όμως δεν ήμασταν παρά απλοί άνθρωποι. Οι στιγμές ήταν ηρωικές όχι εμείς. Οι καταστάσεις που μας οδηγούσαν να ξεπερνάμε τα συνηθισμένα. Η μάχη δεν έχει τίποτα το επικό. Μόνο λάσπη κι απόκοσμο θόρυβο, κραυγές και αίμα και καταστροφή. Κανένας μας δεν ένιωθε ήρωας τότε επειδή έστελνε τις σφαίρες του να κόψουν το νήμα της ζωής του απέναντι στρατιώτη. Μόνο η αυταπάρνηση, η αυτοθυσία και η πίστη για τη νίκη με κάθε κόστος ήταν αυτά που μας κάναν ξεχωριστούς. Μόνο για αυτά είμαι περήφανος». Δεν άντεξα να μείνω απόμακρος σε αυτήν την εξομολόγηση και αγκάλιασα με το χέρι μου την πλάτη του. Περίεργη στιγμή, ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ με τόσες εμπειρίες να του έχουν σκληρύνει την καρδιά, να νιώθει την ανάγκη απέναντι σε ένα παιδί να γκρεμίσει το ¨ηρωικό¨ περίβλημα που του έχει δώσει δίκαια η ιστορία και να του αποκαλύψει την γυμνή ¨αλήθεια¨ του. Καμάρωσα κι εγώ για κείνον και θα θελα να του δείξω ότι συμφωνώ με αυτά που λέει. Κι όμως, ήξερα ότι νιώθει πως δεν μπορώ να τον νιώσω. Έτσι έκλεισε απότομα αυτήν την παρένθεση, ανασυντάχτηκε και με την πρώτη του ορμή συνέχισε την αφήγηση βγάζοντάς μας και τους δύο από αυτήν την άβολη κατάσταση.

«Οδηγούσα μια ομάδα ανταρτών μέσα από τα αναχώματα προσπαθώντας να πλησιάσουμε τους Γερμανούς όταν ξαφνικά μια σφαίρα πέρασε σφυρίζοντας μπροστά μου και βρήκε έναν από τους αντάρτες μου (έναν Κεφαλλονίτη) στο μάγουλο. Η σφαίρα όμως δεν είχε ακόμα τελειώσει το ταξίδι της και βρήκε πέρασμα μέσα από το στόμα του βγαίνοντας από την άλλη πλευρά. Το παιδί έπεσε στα γόνατα, στάθηκε στιγμιαία ακίνητο όπως το κομμένο δέντρο δευτερόλεπτα μετά το τελευταίο χτύπημα του ξυλοκόπου, και μετά έπεσε μπρούμυτα στο χώμα. Το αίμα που έτρεξε ζεστό έβαψε την διψασμένη γη. Όρμηξα επάνω του προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε γίνει αλλά εκείνος με υπερπροσπάθεια μου έδειξε πίσω από μια μισογκρεμισμένη μάντρα. Έστειλα αμέσως, με νοήματα βέβαια γιατί είναι αδύνατο να μιλήσεις μέσα στο χαμό της μάχης, δυό αντάρτες να ελέγξουν και γύρισαν κρατώντας από τους ώμους έναν τραυματισμένο Γερμανό. Ήτανε το δίχως άλλο εκείνος που είχε τραυματίσει τον αντάρτη αλλά φαίνεται πως ο Κεφαλλονίτης πρόλαβε να του ρίξει και κείνου πριν χτυπηθεί. Τέτοια ήτανε η οργή μου και η στεναχώρια μου που χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, έδωσα εντολή να τραβήξουν τον Γερμανό παράμερα και να τον σκοτώσουν και γύρισα να δω και πάλι τον Κεφαλλονίτη. Το τραύμα ήταν τόσο μεγάλο που πίστεψα ότι θα πέθαινε. Έσκυψα πάνω από το κεφάλι του για να δω καλύτερα και να του δώσω κουράγιο αλλά είδα ότι με τις τελευταίες του δυνάμεις κάτι προσπαθούσε να μου πει. Αυτό που ήθελε με έκανε να βουρκώσω σαν μικρό παιδί. Όσο κι αν σου μοιάζει απίστευτο, με το πρόσωπο διαλυμένο και πλημμυρισμένος αίματα μου ζήτησε να μην εκτελέσουμε τον αιχμάλωτο Γερμανό, να τον κρατήσουμε αιχμάλωτο αλλά να τον αφήσουμε να ζήσει! Τί έφταιγε τάχα κι αυτός, άλλοι τον στείλανε εδώ να πολεμήσει...! Αυτοί ήταν οι ήρωες καμάρι μου! Πέθαιναν και ζητούσαν επιείκεια για τον δολοφόνο τους....»

Το βλέμμα του παππού έκανε για άλλη μια φορά τη γνωστή διαδρομή στη γιαγιά, την πόρτα του ιατρείου και το ρολόι, μόνο που τώρα δεν ήταν ανυπόμονο και ενοχλημένο απ΄την αναμονή αλλά έμοιαζε να προσπαθεί να σιγουρευτεί ότι του μένει ακόμα λίγη ώρα για να συνεχίσει την εξιστόρηση. Και αφού πείστηκε πως την έχει ξανάπιασε το νήμα των γεγονότων χωρίς να ακολουθήσει τη χρονική σειρά. Όχι φυσικά πως είχε κάποια σημασία. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τις ιστορίες του, τις λέει για να τις ακούσει κάποιος ή είναι μια προσωπική, ιδιότυπη μορφή ψυχοθεραπείας, σαν να ξορκίζει όλα αυτά που πέρασε και να δικαιώνει τους αγώνες του με το να μην τους ξεχνάει. Καμιά φορά μου έρχονται στο μυαλό οι ιστορίες των αμερικάνων βετεράνων του Βιετνάμ και το ψυχολογικό αντίκτυπο που είχε πάνω τους όλη αυτή η θηριωδία. Και πικραίνομαι αναλογιζόμενος ότι για εκείνους το κράτος τους και ολόκληρη η βιομηχανία του θεάματος και της λογοτεχνίας υπερβάλλουν εαυτούς για να επουλώσουν τις πληγές τους. Ενώ για τους ανθρώπους της γενιάς του παππού μου κανείς δε νοιάστηκε να σκύψει πάνω τους να τους απαλύνει τον πόνο. Αντίθετα φρόντισαν με πολιτικούς διωγμούς, εξορίες, περιθωριοποίηση και ρατσισμό να βαθύνουν το προσωπικό, κοινωνικό αλλά -τώρα πια δεν θα ντραπούμε να παραδεχτούμε- και ψυχολογικό τραύμα που δημιούργησε ο πόλεμος και η αντίσταση. Αλλά με τις σκέψεις μου ξεχάστηκα και έχασα το νήμα αυτής της ιστορίας που ήδη έλεγε ο παππούς.

«...μπαίνοντας στην είσοδο της πόλης οι Γερμανοί είχανε στήσει στην ταράτσα ενός διόροφου σπιτιού ένα πολυβολείο. Από εκεί σταματούσαν τις πιο πολλές από τις εφόδους μας προκαλώντας μας αιματηρές απώλειες και τσακίζοντας το φρόνημα των ανταρτών. Όσο και αν ο σαλπιγκτής σήμαινε έφοδο τα παιδιά δεν ξεκολλούσαν από το έδαφος. Σωστά γραμματόσημα! Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης άλλοτε σε ρίχνει πάνω στη φωτιά και άλλοτε δε σε αφήνει να το κουνήσεις ρούπι από το οχύρωμά σου. Κι αν η καρδιά το λέει δεν σου δουλεύουν τα πόδια. Δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να χτυπήσουμε το σπίτι. Οι οδηγίες που είχαμε ήταν να προσπαθούμε να μην καταστρέφουμε τα κτήρια και τις εκκλησιές. Γιατί οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί σύντομα θα φεύγανε αλλά εμείς θα μέναμε εδώ. Θα έπρεπε να ξεχάσουμε όλα όσα χάσαμε και να ξαναχτίσουμε τη ζωή μας απ’ την αρχή. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε τότε. Δε φανταζόμασταν ότι ο πόλεμος δε θα τελείωνε τόσο απλά...Τώρα όμως δεν υπήρχε άλλη λύση. Γύρισα στον αγγελιοφόρο που είχα πάντα στο πλάι μου, έναν αντάρτη που ήταν από την Αμφιλοχία και ήξερε κάθε σπιθαμή της περιοχής, και τον έστειλα να ζητήσει από την ομάδα με τα ολμάκια να στοχεύσουν στο πολυβολείο. Με την κάλυψη από εκείνους και με μια θαρραλέα έφοδο των ανταρτών καταφέραμε να καταστρέψουμε το πολυβολείο, να περάσουμε από εκείνο το σημείο και να συνεχίσουμε για το κέντρο της πόλης. Την άλλη μέρα, μετά το τέλος της μάχης, γυρίζοντας με το αλογάκι μου στην πόλη πέρασα μπροστά από το σπίτι εκείνο που ήταν οι Γερμανοί. Ήταν ένα καινούριο σπίτι που πλέον έστεκε μισογκρεμισμένο όπως και τα όνειρα των ανθρώπων που το είχαν χτίσει. Ζήτησα από τον αγγελιοφόρο μου να βρει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού για να του ζητήσουμε συγγνώμη, να δούμε αν μπορούμε να του προσφέρουμε έστω κάποια βοήθεια, αν είχε κάπου να μείνει. Μου απάντησε κοφτά: «Άστο, μην το ψάχνεις τώρα συναγωνιστή». Μου φάνηκε παράξενη αυτή του η αντίδραση και επέμεινα με πιο αυστηρή φωνή να συναντήσω τον ιδιοκτήτη. Και πάλι χωρίς να με κοιτάξει μου απάντησε ότι δεν ήξερε ποιος μένει εκεί. Στην τρίτη μου διαταγή απάντησε με βουρκωμένο βλέμμα: «Δικό μου ήταν καπετάνιε. Το είχα χτίσει για να πάω μετά τον γάμο μου. Με χίλια βάσανα. Αλλά μην το σκέφτεσαι. Τα ντουβάρια θα ξαναγίνουν. Αρκεί να φύγει ετούτη η λαίλαπα. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Χαλάλι, για τον αγώνα. Χαλάλι....». Πάγωσα. Έχασα τα λόγια μου. Τι να έλεγα τώρα σε αυτόν τον άνθρωπο...» είπε με την ίδια αμηχανία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ακόμα και τώρα, 64 χρόνια μετά. «Κατάλαβες καμάρι μου ποιοί ήταν τότε οι ήρωες; Κατάλαβες γιατί καμιά πολεμική μηχανή του Χίτλερ δεν μπόρεσε να δαμάσει αυτούς τους πολεμιστές; Πως να προετοιμάσεις κάποιον στρατιώτη να αντιμετωπίσει αυτόν τον άνθρωπο που δεν διστάζει να γκρεμίσει τους κόπους, τον ιδρώτα και το αίμα μιας ζωής για το καλό του αγώνα για πατρίδα και λευτεριά;»

Την αφήγηση διέκοψε απότομα ο ήχος της συρόμενης πόρτας του γραφείου του γιατρού, ακριβώς με την ίδια αγένεια που σε επαναφέρει στο σήμερα το χτύπημα του τηλεφώνου ενώ ταξιδεύεις στις γραμμές ενός μυθιστορήματος. Είχε έρθει πλέον η σειρά μας. Ο παππούς πήγε προς τη γιαγιά και μου έγνεψε να την βοηθήσω να πάμε μέσα.

Βγήκαμε από το γιατρό με ευχάριστα νέα. Η κατάσταση της γιαγιάς δεν ήταν τόσο άσχημη όσο είχαμε φοβηθεί. Θα έκανε μια σειρά από ειδικές ενέσεις που θα τις έφερνε ο γιατρός από το εξωτερικό και λογικά θα πήγαινε πολύ καλύτερα. Όμως το ύφος του παππού παρέμενε νεφελώδες. Σαν να είχε μείνει στην αφήγηση που προηγήθηκε. Σα να μην καθησυχάστηκε με όσα μας είπε ο γιατρός. Αφού μπήκαμε στο αμάξι και έχοντας τη ματιά του άκαμπτα προσηλωμένη στο δρόμο μου είπε σχεδόν μονολογώντας:

-“Βλέπεις τώρα Τάκη μου, ότι για μας, ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ;”.

Θεώρησα ότι αυτό ήταν ένα ακόμα από τα αποφθέγματα του παππού για τα γεράματα και δεν απάντησα. Γύρισα προς το φανάρι περιμένοντας να κατέβει το πράσινο, επιδιώκοντας να ξεφύγω από αυτήν την κουβέντα. Αλλά ο παππούς συνέχισε.

-“ Ο πόλεμος για μας δεν τελείωσε ποτέ γιατί ακόμα και τώρα τόσες δεκαετίες μετά δεν παύει να στοιχειώνει την κάθε μέρα μας. Κι αν η μοίρα μας φύλαξε και δεν μας σημάδεψαν αυτά τα άγρια χρόνια με σημάδια ανεξίτηλα στο κορμί μας, οι ζωές μας ακόμα κινούνται στις τροχιές τους. Γιατί για αυτόν τον πόλεμο δεν μπόρεσα να σπουδάσω, για την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή παράτησα το χωράφι μας άσκαφτο και απότιστο, για τους αγώνες για τη δημοκρατία και τις εξορίες απολύθηκα από τη δουλειά μου και άφησα μονάχη για καιρό την οικογένεια μου. Για αυτό μου το αμετανόητο φρόνημα δεν κατάφερα να εξασφαλίσω μια σύνταξη ανθρώπινη για να περάσω αξιοπρεπώς τα τελευταία χρόνια που μου μένουν. Και μπορεί να είμαι τελικά περήφανος για την οικογένειά μου και τις κόρες μου και τα αγγόνια μου. Και μπορεί να γυρίζω στο νησί με το κεφάλι ψηλά και να έχω την αγάπη όλου του κόσμου, αλλά…” , δεν άντεξα να μη γυρίσω να τον κοιτάξω όταν κοντοστάθηκε σε αυτό το αλλά.

Ο παππούς έριξε το κεφάλι κάτω αποφεύγοντας το βλέμμα μου και με πιο σιγανή φωνή, σχεδόν ένοχα αποτελείωσε τη φράση του

-“...να που τώρα, σήμερα, που ο γιατρός έχει το φάρμακο για να κάνει καλά τη γυναίκα μου, εγώ και πάλι δεν μπορώ να τη φροντίσω. Πως θα βρω τα λεφτά για να τον πληρώσω; Πάλι να δανειστώ απ΄ τα παιδιά μου; ..»

Είναι περήφανος άνθρωπος ο παππούς και δε λύγισε μπροστά σε τόσα και τόσα. Κι όμως όσο γερνάει και δικαίωση δεν βρίσκει κι έχει χάσει πλέον το κουράγιο του. Είναι μια ολόκληρη ζωή που κρατάει με πείσμα το κεφάλι ψηλά περιμένοντας τη στιγμή που θα νιώσει πραγματικά δυνατός και ελεύθερος. Αλλά αυτή η στιγμή παίρνει συνεχώς αναβολή. Και μοιάζει να ’χει κουραστεί.

«... Και όλα αυτά τα προκάλεσε αυτός ο καταραμένος ο πόλεμος! Που για μένα θα τελειώσει ίσως μόνο όταν πεθάνω...».


(Τα πνευματικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα σύμφωνα με το νόμο 2121/93 περί πνευματικής ιδιοκτησίας).

10 σχόλια:

Μελίτη είπε...

Επιτέλους!Το δημοσίευσες! Είχα την τεράστια χαρά να είμαι μια από τις πρώτες αναγνώστριες, αλλά και την τεράστια ικανοποίηση να το βλέπω τώρα εδώ αυτό σου το διήγημα με την υπέροχη και άρτια γραφή του, αναρτημένο.
Έχεις φοβερή πένα το έχω πει!
Περιμένω πάντα με λαχτάρα ό,τι γράφεις αλλά και ό,τι συνθέτεις!!!
;-)
Γλυκιά καληνύχτα και άπειρα φιλιά!!!

Γ.Π. είπε...

Καλημέρα Μελίτη μου! Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, είσαι μια από τις αιτίες που έχω αρχίσει να έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στην αξία όσων γράφω!
Σου στέλνω τα φιλιά και την αγάπη μου!

zoyzoy είπε...

Πάρα πολύ καλό Καημέ μου σε μια στιγμή νόμιζα ότι ήταν δική σου αφήγηση και όχι η μεταφορά απ΄τον Παππού τόσο ζωντανή τόσα συναισθήματα ξεπροβάλουν που σε συνεπαίρνουν πραγματικά!!
Μην το κρατάς αυτό το χάρισμα αξίζει!!

ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΗ... είπε...

Καημέ μου, ένιωσα ότι παρακολούθησα εκ του σύνεγγυς τις συζητησεις παππου και εγγονου. Ταξίδεψα εκει!
Η "πένα" σου με κέρδισε!

Έχε λοιπον μεγαλύτερη εμπιστοσυνη στο μυαλο και το "στυλο" σου!

Μπραβο σου καημε μου!!!

Γ.Π. είπε...

@zoyzoy, καλημέρα zoyzoy και σε ευχαριστώ πολύ για τα θερμά σου λόγια. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για σκόρπιες ιστορίες που μου έχει αναφέρει κατά καιρούς ο παππούς αλλά έτσι επαυξημένες και προσαρμοσμένες από μένα για την ανάγκη του κειμένου. Έτσι χαίρομαι ακόμα περισσότερο που "ξεγελάστηκες"!

Γ.Π. είπε...

@Πρωτόπλαστη, σε ευχαριστώ πολύ πρωτόπλαστή μου. Χαίρομαι που ένιωσες πολύ κοντά στη συζήτηση που περιέγραψα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο στόχος μου, επειδή το θέμα από μόνο του δεν είναι έντονα επίκαιρο και φρέσκο προσπάθησα αρκετά για να κάνω τον αναγνώστη να νιώσει ότι "συμμετέχει" στην εικόνα.
Τα φιλιά μου!

Niomagic είπε...

Συνάντησα τυχαία το γραπτό σου αναζητώντας στοιχεία για επαναστάτες. Χαίρομαι πολύ που δεν το προσπέρασα, όπως κάνω συνήθως λόγω βιασύνης, αλλά το διάβασα και συγκινήθηκα. Οι γλαφυρές περιγραφές σου με ταξίδεψαν σε άλλες εποχές... Μπράβο σε σένα και στον παππού σου που σε ενέπνευσε με τις ηρωικές διηγήσεις του.

Γ.Π. είπε...

@Niomagic, καλησπέρα φίλε. Σε ευχαριστώ για τα θερμά σου λόγια. Και κυρίως σε ευχαριστώ που δεν ...προσπέρασες! Ελπίζω να βρεις αφορμές για να περνάς από εδώ να τα λέμε

Antoine είπε...

Καημέ,

Είναι θαυμάσιο που μας εμπιστεύεσαι τα γραπτά σου. Πόσο μάλλον ένα κείμενο που τόλμησες να το παρουσιάσεις.

:)

Γ.Π. είπε...

@antoine, σε ευχαριστώ πραγματικά φίλε antoine. Είναι η θερμή αποδοχή σας που μου δίνει θάρρος για να κάνω τέτοια βήματα!