Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Η μικρή ιστορία του πράσινου λάστιχου του κήπου

Ήτανε πάντα τέτοιος καιρός.
Η μέρα άρχιζε να μεγαλώνει και τα απογεύματα γίνονταν όλο και πιο ζεστά.
Δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80 και στη γειτονιά, στα γύρω οικόπεδα ξεφύτρωναν μαργαρίτες και γρασίδι, ενώ όλη η πιτσιρικαρία (παιδιά γεννημένα σε αυτή τη γειτονιά, συνομήλικοι πάνω κάτω, ξετρυπώναμε τα ποδήλατα και βγαίναμε να τρυγήσουμε τα μακριά απογεύματα του Απρίλη.
Με μπάλες και φωνές, χάχανα και καυγάδες, κόκκινο ιώδιο για τα γδαρσίματα και παγωτά, τα πρώτα του χρόνου, που αγοράζαμε κρυφά (έτσι νομίζαμε) από τους γονείς και τρώγαμε πίσω από το μαντράκι του ακριανού οικοπέδου του δρόμου.

Αλλά εκτός από εμάς έβγαιναν στο δρόμο και οι μεγάλοι.
Μετά το μεσημεριανό υπνάκο τους, εκείνη τη λατρεμένη συνήθεια που είχαν οι άνθρωποι λίγο παλιότερα και που άφηνε για λίγες ώρες σε εμάς τα ακοίμητα δαιμόνια, χώρο για κάθε είδους σπιτική σκανταλιά.
Αφού έπιναν λοιπόν στο πόδι το καφεδάκι τους, οι μαμάδες κι οι γιαγιάδες έβγαιναν με τις σκούπες τάχα για να σκουπίσουν και να συγυρίσουν την αυλή και τον δρόμο μπροστά από την πόρτα τους και πιο πολύ για να χαρούν την άνοιξη και να κουτσομπολέψουν με τις υπόλοιπες "προκομμένες".
Λίγο αργότερα (αφού κοιμόνταν λίγο παραπάνω εκείνοι) έβγαιναν και οι άντρες αρχικά στα μπαλκόνια να καπνίσουν και ύστερα στο δρόμο γιατί αποφάσιζαν λέει τώρα που άνοιγε ο καιρός να κάνουν καμιά εξωτερική δουλειά, λίγο κήπο, λίγο μαστορικά και φυσικά για να ανάψουν τις συζητήσεις για τα πολιτικά και για τα αθλητικά.
Και εμείς βέβαια το τσούρμο, αφεντάδες στο δρόμο, να προκαλούμε πανδαιμόνιο και να ταράζουμε την ήσυχιά του. Και να μην αφήνουμε τους μεγάλους να συζητήσουν με τις φωνές μας. Και να μας κυνηγάνε γιατί για χιλιοστή φορά η μπάλα έπεσε μέσα στον κήπο και τσάκισε την τριανταφυλλιά της γεροντοκόρης ή γιατί γέμισε το φρεσκοασπρισμένο πεζοδρόμιο ροδιές και λάσπες. Και να μας τραβάνε από τα χέρια μας τις σφεντόνες και τα φυσοκάλαμα για να μην ανοίξουμε κανένα κεφάλι ή βγάλουμε κανένα μάτι. Και να μας κατσαδιάζουν οι μανάδες μας που κυλιστήκαμε στα νερά και γεμίσαμε τη σκάλα πατημασιές.

Και εδώ ακριβώς θέλω να καταλήξω.
Στα νερά. Σε αυτά τα λατρεμένα τρεχούμενα νερά.
Η καλύτερη προϋπόθεση για ένα ευτυχισμένο απόγευμα στο δρόμο για τον μικρό Καημό, ήταν να δω τον πατέρα μου να ξετυλίγει το πράσινο λάστιχο του κήπου.

Την πηγή της χαράς.
Θα ξεκίναγε πάντα ποτίζοντας το χώμα του κήπου που έπινε άπληστα το δροσερό νερό που έβγαινε από το λάστιχο. Εκείνος γελαστός και αγέρωχος, στητός σαν άγαλμα ανάμεσα στα φυτά του κήπου θα κρατούσε την άκρη του και χαζεύοντας θα κουβέντιαζε με κάποιο γείτονα περί ανέμων και υδάτων. Κάθε που η κουβέντα θα έπαιρνε άλλη ανάσα, θα άλλαζε στόχο κι η αψίδα της ροής του νερού μέχρι να ποτιστούν όλα τα δεντράκια του κήπου.

Αυτή η εικόνα του θα μένει χαραγμένη στο μυαλό μου, συνώνυμη της χαράς, της ξεννοιασιάς και της αφθονίας των παιδικών μου χρόνων.

Αφού θα ευχαριστιόνταν αυτό το "στατικό" πότισμα ο πατέρας μου θα άρχιζε την "τεχνητή βροχή". Βάζοντας το τεράστιο (για τα παιδικά μου μάτια) δάχτυλό του μπροστά στο λάστιχο άνοιγε τη ροή και κατάβρεχε τα φύλλα ανακινώντας όλα τα αρώματα και τη δροσιά τους. Και κάθε φορά που η γύρα με τα ποδήλατα μας μας περνούσε μπροστά από το κηπάκι μας παίρναμε όλοι βαθιές ανάσες και γεμίζαμε τα πνευμόνια μας ζωή (κρυφά όμως, γιατί αυτά τα "χαζά" μπορούσε εύκολα να τα παρεξηγήσει η υπόλοιπη αρρενωπή και αυστηρή -τρομάρα μας- "αντροπαρέα"). Και σχεδόν κάθε φορά λίγο πριν τελειώσει το πότισμα θα παραφύλαγε να περάσουμε για να γυρίσει το λάστιχο και να καταβρέξει και εμάς (τα βλαστάρια του). Και λέω θα παραφύλαγε, όχι για να μην τον καταλάβουμε εμείς (που άλλωστε περιμέναμε αυτή τη στιγμή πως και πως) αλλά για να μην τον καταλάβουν η μαμά ή η γιαγιά και τον μαλώσουν (κρυφογελώντας και αυτές) για την "επιπολαιότητα" και τον "απερισκεψία" του.
Ο πατέρας μου όμως (όπως και εγώ) λατρεύει το νερό. Και ο κήπος δεν αρκούσε πάντα, η "δίψα" του δεν έσβηνε πάντα με αυτόν. Και τότε ήταν η ώρα να βγει από την πυλωτή το αμάξι. Για πλύσιμο.

Άφηνε τον περήφανο αφράτο φραπέ του στη μάντρα του κήπου και με ένα πλατύ αυτάρεσκο χαμόγελο έβγαζε τα κλειδιά από την τσέπη. Έμπαινε στο αμάξι και με όλη του την άπλα το έβγαζε επιδεικτικά αργά από την πυλωτή (πάντα με το ράδιο ανοιχτό) το πήγαινε μέχρι τη γωνία όπου έκανε αναστροφή και γύριζε σταματώντας το ακριβώς στη μέση της πρόσοψης του σπιτιού. Την εποχή εκείνη τα αμάξια στο δρόμο μας δεν ξεπερνούσα τα δάχτυλα του ενός χεριού και ο πατέρας μου καμάρωνε για το απόκτημά του. Ξεδίπλωνε όλο το λάστιχο από τον κήπο, το τράβαγε μέχρι το δρόμο, έριχνε σε έναν παλιό κουβά από μπογιά σαπουνάδα και άρχιζε το πλύσιμο.
Πρώτα "πότιζε" το αμάξι κάνοντας έναν αρχικό έλεγχο για το που είναι "συσσωρευμένη" η βρωμιά. Και μετά αφού το σαπούνιζε ράθυμα τρίβωντας με προσοχή τις κουτσουλιές, ξέπλενε πότε αφήνοντας το λάστιχο να τρέχει και πότε με πίεση μέχρι που να τον ευχαριστήσει η γυαλάδα του κόκκινου χρώματος.

Τότε το σκηνικό είχε στηθεί.

Ήταν η ώρα του σκουπίσματος με το δέρμα.

"Το πιο σημαντικό στο πλύσιμο αγόρι μου είναι το καλό σκούπισμα" με δίδασκε κάθε φορά.

Αλλά κάθε φορά του σπάγαμε τα νεύρα.

Γιατί με το λάστιχο απλωμένο σαν τεράστιο φίδι φαρδύ πλατύ στο δρόμο, τα σαπουνόνερα να τρέχουν στην κατηφόρα και τον ίδιο να σκουπίζει περισπούδαστα πόντο πόντο τη λαμαρίνα του Wartburg ήτανε πρόκληση.

Κάτι σε έσπρωχνε από μέσα σου να τον παραφυλάς να σκουπίσει τις πόρτες και την πλευρά του αυτοκινήτου προς τον δρόμο και να περάσεις με όλη την ταχύτητα που άντεχες, πάσει δυνάμει, με το ποδήλατο τσαλαπηδώντας στο λάστιχο και φρενάροντας και γλιστρώντας στα σαπουνόνερα ακριβώς μπροστά από το φρεσκοστεγνωμένο αυτοκίνητο αναγκάζοντάς τον να το κάνει πάλι από την αρχή.

Η ευτυχία σου ολοκληρώνονταν αν κατόρθωνες να λερώσεις τα πόδια σου, τη φόρμα σου και την πλάτη της μπλούζας σου από τον πίδακα που σου γύριζε η πίσω ρόδα και φυσικά να πιτσιλίσεις το καθαρό αυτοκίνητο αλλά και (το πιο δύσκολο, που ήθελε και την πιο μεγάλη επιδεξιότητα) την τζαμαρία της πόρτα του σπιτιού!

Τότε ήταν που με τις σαγιονάρες του να τσαλαβουτάνε στα νερά, αλαφιασμένος και εξαγριωμένος ορμούσε και μας κυνηγούσε καμιά δεκαριά μέτρα τάχα για να μας "χερικώσει" και να μας υποσχεθεί ότι αν το ξανακάνουμε θα μας κλειδώσει τα ποδήλατα στο λεβητοστάσιο! Και εμείς αφού συνεχίζαμε το πετάλι ακόμα κι όταν είχαμε πια σιγουρευτεί ότι ξεφύγαμε για τα καλά, αφήναμε το τιμόνι, απλώναμε τα χέρια κλείναμε τα μάτια και στεκόμασταν όρθιοι πατώντας στα πετάλια σκίζοντας με κομπασμό τον αέρα.

Και το χαμόγελό μας ανέβαινε ως τα αυτιά γιατί ξέραμε ότι το λεβητοστάσιο θα ξαναδεί τα ποδήλατά μας μόνο προς τα τέλη του Σεπτέμβρη! Αλλά και ότι ο πατέρας μου θα έπιανε και πάλι το πράσινο λάστιχο του κήπου το επόμενο απόγευμα...

Το μόνο που μπορούσε να μας σταματήσει τότε ήτανε το σούρουπο και τα ξελαρυγγιάσματα των μανάδων μας για να μαζευτούμε στο σπίτι, να μας πλύνουν να μας ταϊσουν, να μας εξανθρωπίσουν γενικά.

Τότε ξεπεζεύαμε από το ποδήλατο και το συνοδεύαμε απρόθυμα προς το σπίτι. Φτάνοντας στην πόρτα και με όση μαλαγανιά μας επέτρεπαν όλες οι προηγούμενες σκανταλιές μας ζητάγαμε από το δήθεν αυστηρό βλέμμα του πατέρα που κουλούριαζε το λάστιχο δίπλα από τη βρύση,να μας το αφήσει για να πιούμε λίγο από το δροσερό νεράκι (που πάντα είχε) για να πάρουμε και την τελευταία σταγόνα από το ανοιξιάτικο απόγευμα που είχε φύγει και για να δώσουμε μια τελευταία αφορμή στη μάνα να μας μαλώσει που πίνουμε από το "λερωμένο" λάστιχο και πιτσιλάμε με το χώμα του κήπου τις πλάκες της αυλής. "Λες και δεν έχουμε ποτήρια..."

Λες και εκείνοι δεν έκαναν το ίδιο...

(το ίδιο που δυστυχώς μάλλον δεν θα μπορέσουν να κάνουν και τα παιδιά μας....)

12 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Γράφεις πολύ ζωντανά πολύ παραστατικά Καημέ με ταξίδεψες σε κείνα τα ωραία ανέμελα χρόνια, τι μου θύμισες με το Wartburg την 1η σακαράκα του πατέρα.
Εχεις όμορφες παιδικές αναμνήσεις και σου εύχομαι να μείνουν ζωντανές για να τις μεταδόσεις στα παιδιά σου γιατί σίγουρα δεν θα χαρούν όσα χαρήκαμε εμείς και ιδιαίτερα το νερό!!
Καλό ΣΒΚ!
Ελπίζω να μη μου κρατάς κακία για το προηγούμενο??

Γ.Π. είπε...

@zoyzoy, όχι καλέ, μην το σκέφτεσαι! Άλλωστε συμφωνώ απόλυτα με τον τρόπο που το βλέπεις και τα γράφεις!
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!

Μελίτη είπε...

Καλησπέρα σου Καημέ μου.
Πόσο όμορφα και νοσταλγικά είναι όλα αυτά που γράφεις! Με πήγες πίσω στα παιδικά μου χρόνια, σε ανοιξιάτικες ευωδιές των λουλουδιών και βράδυα αξέχαστα, που το νερό όλο, γινόταν μια κρυστάλλινη δροσοσταλίδα κρεμασμένη στα πέταλα των τριαντάφυλλων.
Από εκείνη την εποχή διατήρησα την μονοκατοικία μου με τον μεγάλο κήπο εις πείσμα όλων των πολυκατοικιών τριγύρω. Και ποτίζω με το μεγάλο πράσινο (αλήθεια πράσινο είναι!) λάστιχο του κήπου μου εις πείσμα του καιρού που τα πάντα σκοτώνει, μπας και διατηρήσω κάτι από εκείνες τις αξέχαστες ευωδιαστές βραδιές...
Τα φιλιά μου!

jacki είπε...

Πολλά δικά μου μου θύμησες.. Καημέ το καλοκαίρι θα παίξουμε μπουγέλο ποτίζοντας.. Εγώ θα κρατάω το λάστιχο και θα σας βρέχω.. (μισώ να με βρέχουν.. λατρεύω να βρέχω ανθρώπους που το αγαπάνε.

ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΗ... είπε...

Eικονες ανεμελιας..! Παιδικα χαμογελα! Γεμάτες στιγμες...! Μικρές, απλές, αλλά γεμάτες!
Με γυρισες πίσω, σε παρομοιες εικονες καημε μου...!

(υ.γ γιατι μετρια η παρασταση; Γραψε λεπτομερειες!)

Γ.Π. είπε...

@Μελίτη, Μελίτη μου δεν είναι απλά μια νοσταλγία φοβάμαι. Ούτε ότι για όλους μας τα παιδικά μας χρόνια τα εξωραϊζουμε πάντα και τα βλέπουμε με φίλτρο αθωότητας. Νομίζω ότι τότε πραγματικά όλος ο κόσμος ζούσε καλύτερα! Απλά η καθημερινότητα με τους ρυθμούς της μερικές φορές δημιουργεί την αίσθηση της προόδου που εμείς μεταφράζουμε συχνά σαν καλυτέρευση της ζωής...

Γ.Π. είπε...

@jacki, μόνο που αυτός ο καιρός κάνει το καλοκαίρι να μοιάζει όλο και πιο μακρυνό. Ας είναι, οι αναρτήσεις (και οι μνήμες) θα είναι εδώ για να το προϋπαντήσουν!

Γ.Π. είπε...

@πρωτόπλαστη, ωραίες εικόνες, αληθινές και ξέγνοιαστες.
Όσο για την Μποφίλιου προσπάθησα να είμαι όσο πιο επιεικής μπορούσα. Δεν έχω το παραμικρό να προσάψω στην ίδια καθώς έκανε πραγματικά ότι καλύτερο μπορούσε. Η φωνή της είναι εξίσου μαγική και live ενώ η σκηνική της παρουσία σε καθηλώνει.
Όμως.
Ο χόρος του Μετρόπολις μου φάνηκε πραγματικά ακατάλληλος για τέτοια παράσταση. Ο ήχος ακούγονταν πολύ φτωχός και επίπεδος ενώ αν και η είσοδος είχε μόνο 15€ τα ποτά ήταν πανάκριβα.
Αλλά το κυριότερο που με ενόχλησε ήταν η ροή του προγράμματος. Εκτός από ένα μεγάλο διάλλειμα για περίπου 30 λέπτα, η επιλογή και η σειρά των τραγουδιών ήταν κάκκιστη. Όσες φορές πήγε ο κόσμος να μπει για τα καλά στο συναίσθημα και στην ορμή του προγράμματος το αμέσως επόμενο κομμάτι ήταν το μεγαλύτερο ξενέρωμα (δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς). Μόλις πήγαινες να απογειωθείς σε καθήλωνε. Με αποτέλεσμα να μην μπορέσω σε καμία στιγμή να "ξεχαστώ" ή να "μαγευτώ". Και εγώ αυτά ήθελα από τη Νατάσσα.
Ίσως θα έπρεπε να μην είναι μόνη της σε τόσο εκτεταμένο πρόγραμμα. Ίσως ήθελε λίγο περισσότερη δουλειά.
Πάντως (για να πω και ένα θετικό) ο κόσμος αγκάλιασε ήδη τα (ομολογουμένως) πολύ ωραία καινούργια της τραγούδια.

Aντώνης είπε...

Το πιό νοσταλγικό είναι ότι όλοι νομίζω κάπως έτσι τα ζήσαμε :) Και σε καταλαβαίνουμε όπως τα γράφεις

SkinLikeSand είπε...

Τι μου θύμησες... Υπέροχες αναμνήσεις από τα ανέμελα χρόνια του Δημοτικού!

Και σκέφτομαι ότι όλο και λιγότερα θα είναι τα παιδιά σήμερα που θα έχουν παρόμοιες αναμνήσεις απ' τα παιδικά τους χρόνια όταν ενηλικιωθούν.

Γ.Π. είπε...

@Αντώνης, αυτές οι "κοινές μνήμες" είναι που ορίζουν τη γενιά, έτσι δεν είναι; Χαίρομαι που βρίσκω "φίλους" από τα παλιά με αυτές μου τις αναρτήσεις!

Γ.Π. είπε...

@de_sou_lew, τα σημερινά παιδιά θα εχουν τις δικές του αναμνήσεις. Νομίζω όμως ότι χάνουν ένα κομμάτι επαφής με τη φύση και τους ανθρώπους που είναι πολύ σημαντικό!